διδάσκω: Difference between revisions

m
Text replacement - "<br /><br />" to "<br />"
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 27: Line 27:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [pres. inf. διδασκέμεναι <i>Il</i>.9.442, διδασκέμεν <i>Il</i>.23.308; fut. διδάξω A.<i>Supp</i>.519, beoc. 3<sup>a</sup> plu. διδάξονθι <i>SEG</i> 32.496.12 (Tespias III a.C.); aor. ind. ἐδίδαξα <i>Il</i>.23.307, inf. διδασκῆσαι Hes.<i>Op</i>.64; perf. ind. δεδίδαχα Pl.<i>Men</i>.85e, X.<i>Cyr</i>.1.3.18, pas. inf. δεδιδάχθαι <i>Il</i>.11.831, Pl.<i>Phdr</i>.269c, part. δεδιδαγμένον Hdt.2.69]<br /><b class="num">I</b> en v. act. y med.<br /><b class="num">1</b> [[enseñar]], [[instruir en]]<br /><b class="num">a)</b> c. doble ac., de pers. y de cosa σε ... ἱπποσύνας <i>Il</i>.23.307, σφέας οἴμας Μοῦσ' ἐδίδαξε <i>Od</i>.8.481, Ἡσίοδον καλὴν ... ἀοιδήν Hes.<i>Th</i>.22, παρθενικὰς ... ἀγλαὰ ἔργ' <i>h.Ven</i>.15, cf. Orph.<i>A</i>.162, παῖδ' ... καλὰ ... ἔργα Phoc.15.2, κακὰ πολλὰ ... ἄνδρα Thgn.389, cf. 651, τὸν φαρμάκων ... μαλακόχειρα νόμον Pi.<i>N</i>.3.55, πολλὰ ... μ' E.<i>Hipp</i>.252, τὰ μὴ καλῶς ἔχοντα ... τοὺς ἀνθρώπους Antipho 6.2, [[Ἀκόντιον]] ... τέχνην Call.<i>Fr</i>.67.1, ὃν ... θεοπροπίας οἰωνῶν A.R.1.66, cf. 2.512, Call.<i>Dian</i>.217, tb. c. περί y gen. οὐδὲν ... περὶ τοῦ πατάγου ... μ' ἐδίδαξας Ar.<i>Nu</i>.382, en v. med. mismo sent. τὰ μὲν ἄλλα διδάσκονται τοὺς ὑεῖς Pl.<i>Prt</i>.325b, cf. Arist.<i>Pol</i>.1321<sup>a</sup>24, Opp.<i>H</i>.1.666;<br /><b class="num">b)</b> c. ac. de pers. e inf. o interr. indir. σε ... ὑψαγόρην τ' [[ἔμεναι]] <i>Od</i>.1.384, μ' ... ἀείδειν Hes.<i>Op</i>.662, τοὺς παῖδας ... ἱροῦ ἅψασθαι Ἀρτέμιδος Hdt.3.48, τοῦτον γεωμετρεῖν Pl.<i>Men</i>.85e, Μήδους ... [[αὑτοῦ]] μεῖον ἔχειν X.l.c., σὸν ... πατέρα ποῖα χρῆ λέγειν A.<i>Supp</i>.519, tb. c. ac. de anim. τοὺς ἵππους ... ὀρχεῖσθαι Charo Lamps.1, en v. med. mismo sent. δοῦρα δὲ τεκτήνασθαι ... ἐπιχθονίους ἐδιδάξατο Opp.<i>H</i>.2.23;<br /><b class="num">c)</b> sólo c. ac. de cosa τάδε πάντα <i>Il</i>.9.442, ἔργα Hes.<i>Op</i>.64, ξενιτείη βίου αὐτάρκειαν διδάσκει Democr.B 246, σκυτοτομικήν Gorg.B 14, μάθησιν ἰδίαν Arist.<i>Pol</i>.1337<sup>a</sup>26, γράμματα δ. enseñar a leer</i>, <i>Milet</i> 1(3).145.38 (II a.C.), Plu.<i>Alc</i>.7, τὰ πλεῖστα Vett.Val.343.31, en v. med. mismo sent. ὅπλων κτῆσιν ... διδαξάμενοι Pl.<i>Mx</i>.238b<br /><b class="num">•</b>en v. pas. c. suj. de cosa [[ser enseñado]] ἡγοῦνται σφισιν τελέως ῥητορικὴν δεδιδάχθαι Pl.<i>Phdr</i>.269c;<br /><b class="num">d)</b> sólo c. inf. u otra complet. o interr. indir. δίδαξε γὰρ [[Ἄρτεμις]] ... βάλλειν ἄγρια πάντα <i>Il</i>.5.51, πολυμαθίη νόον ἔχειν οὐ διδάσκει Heraclit.B 40, χρόνος γὰρ οὐ διδάσκει φρονεῖν Democr.B 183, ἡ συμφορὴ διδάσκει ... τὰ ῥήϊστα αἱρεῖσθαι Hp.<i>Art</i>.52, τοξεύειν καὶ ἀκοντίζειν <i>SIG</i> 578.21 (Teos II a.C.), ἐγὼ ἀγάλματα θεῶν τειμᾶν ἐδίδαξα <i>Hymn.Is</i>.23 (Cime), δ. ὡς οὐκ ἔστιν Epicur.<i>Ep</i>.[4] 132, δ. ... ὅτι χρή Iul.<i>Or</i>.3.50b, πῶς δέ, αὐτὸς διδάξει ὁ νόμος Ph.1.250;<br /><b class="num">e)</b> sólo c. ac. de pers. ὃν (Ἀχιλλῆα) Χείρων ἐδίδαξε <i>Il</i>.11.832, οὐκ ἂν διδάξαιμ' ἂν σ' ἔτι Ar.<i>Nu</i>.783, τοὺς φιλομαθοῦντας Plb.2.56.11;<br /><b class="num">f)</b> c. dat. e inf. τῷ Βαλάκ βαλεῖν σκάνδαλον <i>Apoc</i>.2.14;<br /><b class="num">g)</b> abs. ὁ δ' αὐτὸς ... διδάσκει δὲ ἐννεύμασιν δακτύλων LXX <i>Pr</i>.6.13, ὁ θεὸς οὐ κατὰ συντέλειαν ἐδίδαξεν Ph.1.475, en v. med. mismo sent. τὸ διδάξασθαι δέ τοι εἰδότι ῥᾴτερον al que sabe le es más fácil enseñar</i> Pi.<i>O</i>.8.59.<br /><b class="num">2</b> [[informar]], [[explicar]] πῶς δή; δίδαξον A.<i>Eu</i>.431, σαφῶς διδάξας Th.2.60, c. ac. de pers. y περί c. gen. τὴν σύγκλητον περὶ τῶν προειρημένων Plb.25.5.4, sólo c. ac. de pers. οὐ γὰρ δεδύνησται (<i>sic</i>) ἡμᾶς διδάξαι pues no ha podido darnos una explicación</i>, <i>SB</i> 7267.4 (III a.C.), cf. <i>A.Al</i>.11B.5.11, c. ac. int. y περί c. gen. βραχέα περὶ αὑτῶν Plb.24.10.2, sólo c. ὑπέρ y gen. δ. ὑπὲρ τῶν ... πραγμάτων Plb.22.11.6, tb. c. complet. δ. ὡς Th.3.71, δ. ὅτι Plb.5.5.3, 16.34.5, ἡλίκον δ' ἐστὶ τὸ [[ἀλαζόνευμα]] ... διδάξαι Aeschin.3.238<br /><b class="num">•</b>c. suj. no de pers. y gen. [[indicar]], [[señalar]] (σελήνη) ἀεξομένοιο διδάσκει μηνός Arat.734, cf. 793.<br /><b class="num">3</b> de poetas ditirámbicos y dramáticos [[ejecutar]], [[poner en escena]] una obra διθύραμβον ... διδάξαντα ἐν Κορίνθῳ Hdt.1.23, [[δρᾶμα]] Hdt.6.21, <i>Marm.Par</i>.A 43, Πέρσας Ar.<i>Ra</i>.1026, cf. Pl.<i>Prt</i>.327d, frec. en inscrs. corégicas Πυθόδωρος ... ἐχορήγε, Ἀρίσταρχος ἐδίδασκε <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.960 (V a.C.), Σοφοκλῆς ἐδίδασκεν <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.970.5 (V a.C.)<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[instruir]] un coro ἱμερόεντα διδαξάμενος χορὸν ἀνδρῶν Simon.<i>FGE</i> 794.<br /><b class="num">4</b> c. doble ac. de pers., uno compl. dir. y otro pred. [[enseñar a ser]], [[educar como]] δίδασκέ μοι τοιούσδε τούσδε παῖδας, ἐς τὸ πᾶν σοφούς E.<i>Heracl</i>.574, τούτους ... ἱππέας Pl.<i>Men</i>.94b, πολλοὺς αὐλητάς Charo Lamps.1, τοὺς υἱοὺς ῥήτορας Aristonym. en Stob.3.4.105, en v. med. mismo sent. ἄλλους ... χείρους δημιουργούς Pl.<i>R</i>.421e, Κλεόφαντον ... ἱππέα Pl.<i>Men</i>.93d, σκυτέα διδάξασθαί τινα X.<i>Mem</i>.4.4.5.<br /><b class="num">II</b> en v. med.-pas., gener. c. suj. de pers. y ac. de cosa<br /><b class="num">1</b> [[ser enseñado o instruido en]], equiv. a [[aprender]] τά (φάρμακα) σε προτί φασιν Ἀχιλλῆος δεδιδάχθαι los (fármacos) que se dice tú has aprendido de Aquiles</i>, <i>Il</i>.11.831, [[ἄλλος]] Ὀλυμπιάδων Μουσέων πάρα δῶρα διδαχθείς Sol.1.51, ὄφρα διδαχθῇς a fin de que aprendas</i> Thgn.565, κῶς γὰρ ἂν γινώσκοι ὃς οὔτ' ἐδιδάχθη; Hdt.3.81, τί βούλει ... μανθάνειν ὧν οὐκ ἐδιδάχθης; ¿qué quieres aprender de las cosas que no te enseñaron?</i> Ar.<i>Nu</i>.637, cf. Artem.1.51, διδάξω καὶ διδάξομαι λόγους E.<i>Andr</i>.739, Τριπτόλεμος ἀγαθὰν ἐδιδάσκετο τέχναν Call.<i>Cer</i>.21, αὐτὸν ... τὴν οἰωνοσκοπικὴν τέχνην διδαχθησόμενον D.H.3.70, ὁ δὲ νοῦς ὁ διδασκόμενός ἐστιν Ph.1.97, διδασκόμενοι τὰς αὐτὰς τέχνας <i>Arsameia</i> 145 (I a.C.), σε ... διδαξαμένην τὰ ἔρωτος ἔργα Longus 3.17.2<br /><b class="num">•</b>c. inf. u otra complet. διδασκέσθω πολεμίζειν Tyrt.7.27, κροκόδειλον, δεδιδαγμένον εἶναι χειροήθεα Hdt.l.c., [[βρέφος]] διδάσκεται λέγειν E.<i>Supp</i>.914, διδαξάμενοι ἱππεύειν Pl.<i>R</i>.467e, διδασκόμενος ὡς X.<i>HG</i> 2.3.45, δεδιδαγμένος ὅτι Phld.<i>Rh</i>.5.fr.1.14F.<br /><b class="num">•</b>c. gen. διδασκόμενος πολέμοιο para aprender a guerrear</i>, <i>Il</i>.16.811, χειρῶν δεδιδαγμένος Arat.529.<br /><b class="num">2</b> [[enseñarse a sí mismo]], [[aprender]] φθέγμα καὶ ... ἀστυνόμους ὀργὰς ἐδιδάξατο S.<i>Ant</i>.355.<br /><b class="num">III</b> en v. med., c. ac. de pers. y valor factitivo [[enseñar]], [[dar instrucciones]] ἐδιδαξάμην ... Χρυσάμμωνα ῥήτορα <i>SB</i> 13932.8 (III d.C.). • DMic.: <i>ḍẹ-di-ku-ja</i> (?), <i>di-da-ka-re</i>.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Pres. red. c. suf. -σκ-, de *<i>dn̥s</i>-, tema que da lugar a [[δαῆναι]], q.u. y a ai. <i>dáṃsas</i>-, etc., o quizá de *<i>di-dk-sk</i>-, rel. lat. <i>doceo</i>; mic. <i>de-di-<da->ku-ja</i> parece abonar la segunda posibilidad.
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [pres. inf. διδασκέμεναι <i>Il</i>.9.442, διδασκέμεν <i>Il</i>.23.308; fut. διδάξω A.<i>Supp</i>.519, beoc. 3<sup>a</sup> plu. διδάξονθι <i>SEG</i> 32.496.12 (Tespias III a.C.); aor. ind. ἐδίδαξα <i>Il</i>.23.307, inf. διδασκῆσαι Hes.<i>Op</i>.64; perf. ind. δεδίδαχα Pl.<i>Men</i>.85e, X.<i>Cyr</i>.1.3.18, pas. inf. δεδιδάχθαι <i>Il</i>.11.831, Pl.<i>Phdr</i>.269c, part. δεδιδαγμένον Hdt.2.69]<br /><b class="num">I</b> en v. act. y med.<br /><b class="num">1</b> [[enseñar]], [[instruir en]]<br /><b class="num">a)</b> c. doble ac., de pers. y de cosa σε ... ἱπποσύνας <i>Il</i>.23.307, σφέας οἴμας Μοῦσ' ἐδίδαξε <i>Od</i>.8.481, Ἡσίοδον καλὴν ... ἀοιδήν Hes.<i>Th</i>.22, παρθενικὰς ... ἀγλαὰ ἔργ' <i>h.Ven</i>.15, cf. Orph.<i>A</i>.162, παῖδ' ... καλὰ ... ἔργα Phoc.15.2, κακὰ πολλὰ ... ἄνδρα Thgn.389, cf. 651, τὸν φαρμάκων ... μαλακόχειρα νόμον Pi.<i>N</i>.3.55, πολλὰ ... μ' E.<i>Hipp</i>.252, τὰ μὴ καλῶς ἔχοντα ... τοὺς ἀνθρώπους Antipho 6.2, [[Ἀκόντιον]] ... τέχνην Call.<i>Fr</i>.67.1, ὃν ... θεοπροπίας οἰωνῶν A.R.1.66, cf. 2.512, Call.<i>Dian</i>.217, tb. c. περί y gen. οὐδὲν ... περὶ τοῦ πατάγου ... μ' ἐδίδαξας Ar.<i>Nu</i>.382, en v. med. mismo sent. τὰ μὲν ἄλλα διδάσκονται τοὺς ὑεῖς Pl.<i>Prt</i>.325b, cf. Arist.<i>Pol</i>.1321<sup>a</sup>24, Opp.<i>H</i>.1.666;<br /><b class="num">b)</b> c. ac. de pers. e inf. o interr. indir. σε ... ὑψαγόρην τ' [[ἔμεναι]] <i>Od</i>.1.384, μ' ... ἀείδειν Hes.<i>Op</i>.662, τοὺς παῖδας ... ἱροῦ ἅψασθαι Ἀρτέμιδος Hdt.3.48, τοῦτον γεωμετρεῖν Pl.<i>Men</i>.85e, Μήδους ... [[αὑτοῦ]] μεῖον ἔχειν X.l.c., σὸν ... πατέρα ποῖα χρῆ λέγειν A.<i>Supp</i>.519, tb. c. ac. de anim. τοὺς ἵππους ... ὀρχεῖσθαι Charo Lamps.1, en v. med. mismo sent. δοῦρα δὲ τεκτήνασθαι ... ἐπιχθονίους ἐδιδάξατο Opp.<i>H</i>.2.23;<br /><b class="num">c)</b> sólo c. ac. de cosa τάδε πάντα <i>Il</i>.9.442, ἔργα Hes.<i>Op</i>.64, ξενιτείη βίου αὐτάρκειαν διδάσκει Democr.B 246, σκυτοτομικήν Gorg.B 14, μάθησιν ἰδίαν Arist.<i>Pol</i>.1337<sup>a</sup>26, γράμματα δ. enseñar a leer</i>, <i>Milet</i> 1(3).145.38 (II a.C.), Plu.<i>Alc</i>.7, τὰ πλεῖστα Vett.Val.343.31, en v. med. mismo sent. ὅπλων κτῆσιν ... διδαξάμενοι Pl.<i>Mx</i>.238b<br /><b class="num">•</b>en v. pas. c. suj. de cosa [[ser enseñado]] ἡγοῦνται σφισιν τελέως ῥητορικὴν δεδιδάχθαι Pl.<i>Phdr</i>.269c;<br /><b class="num">d)</b> sólo c. inf. u otra complet. o interr. indir. δίδαξε γὰρ [[Ἄρτεμις]] ... βάλλειν ἄγρια πάντα <i>Il</i>.5.51, πολυμαθίη νόον ἔχειν οὐ διδάσκει Heraclit.B 40, χρόνος γὰρ οὐ διδάσκει φρονεῖν Democr.B 183, ἡ συμφορὴ διδάσκει ... τὰ ῥήϊστα αἱρεῖσθαι Hp.<i>Art</i>.52, τοξεύειν καὶ ἀκοντίζειν <i>SIG</i> 578.21 (Teos II a.C.), ἐγὼ ἀγάλματα θεῶν τειμᾶν ἐδίδαξα <i>Hymn.Is</i>.23 (Cime), δ. ὡς οὐκ ἔστιν Epicur.<i>Ep</i>.[4] 132, δ. ... ὅτι χρή Iul.<i>Or</i>.3.50b, πῶς δέ, αὐτὸς διδάξει ὁ νόμος Ph.1.250;<br /><b class="num">e)</b> sólo c. ac. de pers. ὃν (Ἀχιλλῆα) Χείρων ἐδίδαξε <i>Il</i>.11.832, οὐκ ἂν διδάξαιμ' ἂν σ' ἔτι Ar.<i>Nu</i>.783, τοὺς φιλομαθοῦντας Plb.2.56.11;<br /><b class="num">f)</b> c. dat. e inf. τῷ Βαλάκ βαλεῖν σκάνδαλον <i>Apoc</i>.2.14;<br /><b class="num">g)</b> abs. ὁ δ' αὐτὸς ... διδάσκει δὲ ἐννεύμασιν δακτύλων LXX <i>Pr</i>.6.13, ὁ θεὸς οὐ κατὰ συντέλειαν ἐδίδαξεν Ph.1.475, en v. med. mismo sent. τὸ διδάξασθαι δέ τοι εἰδότι ῥᾴτερον al que sabe le es más fácil enseñar</i> Pi.<i>O</i>.8.59.<br /><b class="num">2</b> [[informar]], [[explicar]] πῶς δή; δίδαξον A.<i>Eu</i>.431, σαφῶς διδάξας Th.2.60, c. ac. de pers. y περί c. gen. τὴν σύγκλητον περὶ τῶν προειρημένων Plb.25.5.4, sólo c. ac. de pers. οὐ γὰρ δεδύνησται (<i>sic</i>) ἡμᾶς διδάξαι pues no ha podido darnos una explicación</i>, <i>SB</i> 7267.4 (III a.C.), cf. <i>A.Al</i>.11B.5.11, c. ac. int. y περί c. gen. βραχέα περὶ αὑτῶν Plb.24.10.2, sólo c. ὑπέρ y gen. δ. ὑπὲρ τῶν ... πραγμάτων Plb.22.11.6, tb. c. complet. δ. ὡς Th.3.71, δ. ὅτι Plb.5.5.3, 16.34.5, ἡλίκον δ' ἐστὶ τὸ [[ἀλαζόνευμα]] ... διδάξαι Aeschin.3.238<br /><b class="num">•</b>c. suj. no de pers. y gen. [[indicar]], [[señalar]] (σελήνη) ἀεξομένοιο διδάσκει μηνός Arat.734, cf. 793.<br /><b class="num">3</b> de poetas ditirámbicos y dramáticos [[ejecutar]], [[poner en escena]] una obra διθύραμβον ... διδάξαντα ἐν Κορίνθῳ Hdt.1.23, [[δρᾶμα]] Hdt.6.21, <i>Marm.Par</i>.A 43, Πέρσας Ar.<i>Ra</i>.1026, cf. Pl.<i>Prt</i>.327d, frec. en inscrs. corégicas Πυθόδωρος ... ἐχορήγε, Ἀρίσταρχος ἐδίδασκε <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.960 (V a.C.), Σοφοκλῆς ἐδίδασκεν <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.970.5 (V a.C.)<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[instruir]] un coro ἱμερόεντα διδαξάμενος χορὸν ἀνδρῶν Simon.<i>FGE</i> 794.<br /><b class="num">4</b> c. doble ac. de pers., uno compl. dir. y otro pred. [[enseñar a ser]], [[educar como]] δίδασκέ μοι τοιούσδε τούσδε παῖδας, ἐς τὸ πᾶν σοφούς E.<i>Heracl</i>.574, τούτους ... ἱππέας Pl.<i>Men</i>.94b, πολλοὺς αὐλητάς Charo Lamps.1, τοὺς υἱοὺς ῥήτορας Aristonym. en Stob.3.4.105, en v. med. mismo sent. ἄλλους ... χείρους δημιουργούς Pl.<i>R</i>.421e, Κλεόφαντον ... ἱππέα Pl.<i>Men</i>.93d, σκυτέα διδάξασθαί τινα X.<i>Mem</i>.4.4.5.<br /><b class="num">II</b> en v. med.-pas., gener. c. suj. de pers. y ac. de cosa<br /><b class="num">1</b> [[ser enseñado o instruido en]], equiv. a [[aprender]] τά (φάρμακα) σε προτί φασιν Ἀχιλλῆος δεδιδάχθαι los (fármacos) que se dice tú has aprendido de Aquiles</i>, <i>Il</i>.11.831, [[ἄλλος]] Ὀλυμπιάδων Μουσέων πάρα δῶρα διδαχθείς Sol.1.51, ὄφρα διδαχθῇς a fin de que aprendas</i> Thgn.565, κῶς γὰρ ἂν γινώσκοι ὃς οὔτ' ἐδιδάχθη; Hdt.3.81, τί βούλει ... μανθάνειν ὧν οὐκ ἐδιδάχθης; ¿qué quieres aprender de las cosas que no te enseñaron?</i> Ar.<i>Nu</i>.637, cf. Artem.1.51, διδάξω καὶ διδάξομαι λόγους E.<i>Andr</i>.739, Τριπτόλεμος ἀγαθὰν ἐδιδάσκετο τέχναν Call.<i>Cer</i>.21, αὐτὸν ... τὴν οἰωνοσκοπικὴν τέχνην διδαχθησόμενον D.H.3.70, ὁ δὲ νοῦς ὁ διδασκόμενός ἐστιν Ph.1.97, διδασκόμενοι τὰς αὐτὰς τέχνας <i>Arsameia</i> 145 (I a.C.), σε ... διδαξαμένην τὰ ἔρωτος ἔργα Longus 3.17.2<br /><b class="num">•</b>c. inf. u otra complet. διδασκέσθω πολεμίζειν Tyrt.7.27, κροκόδειλον, δεδιδαγμένον εἶναι χειροήθεα Hdt.l.c., [[βρέφος]] διδάσκεται λέγειν E.<i>Supp</i>.914, διδαξάμενοι ἱππεύειν Pl.<i>R</i>.467e, διδασκόμενος ὡς X.<i>HG</i> 2.3.45, δεδιδαγμένος ὅτι Phld.<i>Rh</i>.5.fr.1.14F.<br /><b class="num">•</b>c. gen. διδασκόμενος πολέμοιο para aprender a guerrear</i>, <i>Il</i>.16.811, χειρῶν δεδιδαγμένος Arat.529.<br /><b class="num">2</b> [[enseñarse a sí mismo]], [[aprender]] φθέγμα καὶ ... ἀστυνόμους ὀργὰς ἐδιδάξατο S.<i>Ant</i>.355.<br /><b class="num">III</b> en v. med., c. ac. de pers. y valor factitivo [[enseñar]], [[dar instrucciones]] ἐδιδαξάμην ... Χρυσάμμωνα ῥήτορα <i>SB</i> 13932.8 (III d.C.). • DMic.: <i>ḍẹ-di-ku-ja</i> (?), <i>di-da-ka-re</i>.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Pres. red. c. suf. -σκ-, de *<i>dn̥s</i>-, tema que da lugar a [[δαῆναι]], q.u. y a ai. <i>dáṃsas</i>-, etc., o quizá de *<i>di-dk-sk</i>-, rel. lat. <i>doceo</i>; mic. <i>de-di-<da->ku-ja</i> parece abonar la segunda posibilidad.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR