3,274,522
edits
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετέχω''': Αἰολ. [[πεδέχω]] Ἀλκαῖ. 58, Σαπφὼ 73: μέλλ. μεθέξω: πρκμ. μετέσχηκα Ἡρόδ. 3. 80. Ἔχω ἢ [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἴς τι, ἔχω [[μέρος]] ἔν τινι· - Συντάσσ., 1) τὸ πλεῖστον μόνον μετὰ γεν. πράγματ., Θέογν. 82. 354, Αἰσχύλ. Πρ. 331, κτλ.· καὶ παρὰ πεζογράφοις, ὡς Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ.· μ. τοῦ λόγου, γινώσκειν τὸ μυστικόν, ὁ αὐτ. 1. 127· μετὰ γεν. προσ., ἔχω [[μέρος]], [[μετέχω]] τῆς φιλίας τινός, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 54· μ. τῶν πεντακισχιλίων, εἶμαι ἐν τῇ σειρᾷ μου [[μέλος]] τῶν 5000, Θουκ. 8. 86· - καὶ [[προσέτι]] μετὰ δοτ. προσώπ., μετ. τινός τινι, ἔχω [[μέρος]] εἴς τι (γεν.) ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλου (δοτ.) οὔ οἱ μ. θράσεος Πινδ. Π. 2. 153· πόνων μ. Ἡρακλέει Εὐρ. | |lstext='''μετέχω''': Αἰολ. [[πεδέχω]] Ἀλκαῖ. 58, Σαπφὼ 73: μέλλ. μεθέξω: πρκμ. μετέσχηκα Ἡρόδ. 3. 80. Ἔχω ἢ [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἴς τι, ἔχω [[μέρος]] ἔν τινι· - Συντάσσ., 1) τὸ πλεῖστον μόνον μετὰ γεν. πράγματ., Θέογν. 82. 354, Αἰσχύλ. Πρ. 331, κτλ.· καὶ παρὰ πεζογράφοις, ὡς Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ.· μ. τοῦ λόγου, γινώσκειν τὸ μυστικόν, ὁ αὐτ. 1. 127· μετὰ γεν. προσ., ἔχω [[μέρος]], [[μετέχω]] τῆς φιλίας τινός, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 54· μ. τῶν πεντακισχιλίων, εἶμαι ἐν τῇ σειρᾷ μου [[μέλος]] τῶν 5000, Θουκ. 8. 86· - καὶ [[προσέτι]] μετὰ δοτ. προσώπ., μετ. τινός τινι, ἔχω [[μέρος]] εἴς τι (γεν.) ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλου (δοτ.) οὔ οἱ μ. θράσεος Πινδ. Π. 2. 153· πόνων μ. Ἡρακλέει Εὐρ. Ἡρακλ. 8· ἔργου Ἀνδοκ. 9. 8· μ. ἱερῶν καὶ θυσιῶν τινι Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 20· μ. ἴσων τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 2. 1, 15, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 805D· -[[ὡσαύτως]], ξὺν σοὶ μετεῖχον τῶν ἴσων Σοφ. Ἠλ. 1168. 2) [[συχνάκις]] προστίθεται τὸ [[μέρος]] ἢ [[μερίδιον]], τοῦ πεδίου οὐκ ἐλαχίστην μοίρην μετ. Ἡρόδ. 1. 204· μετ. τάφου [[μέρος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 507, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 226, Λυσίας 187. 15· ἀκολούθως, 3) μετ’ αἰτ. πράγματ., ὅτε τὸ [[πρᾶγμα]] [[πάλιν]] θεωρεῖται ὡς [[μέρος]] ὅλου, μ. ἴσον (ἐξυπακ. [[μέρος]]) ἀγαθῶν τινι Ξεν. Κύρ. 7. 2, 28, πρβλ. Εὐριπ. Ἀποσπ. 786· μ. τὰς ἴσας πληγὰς ἐμοὶ Ἀριστοφ. Πλ. 1144. 4) σπανίως μετὰ μόνης αἰτ., ἀκερδῆ [[χάριν]] μ. Σοφ. Ο. Κ. 1484· μυστήρια πάντα μ. Χρησμ. Σιβ. 8. 56. 5) ἐν Θουκ. 2. 16, τῇ... κατὰ τὴν χώραν... οἰκήσει μετεῖχον, ὁ Σχολ. νομίζει ὅτι τό: τῇ οἰκήσει [[εἶναι]] = τῆς οἰκήσεως· ἀλλὰ πιθανῶς ὁ Matth. ὀρθῶς ποιῶν ὑπονοεῖ τῶν ἀγρῶν καὶ ἐκλαμβάνει τὸ τῇ οἰκήσει ὡς δοτ. τρόπου β) μ. [[περί]] τινος, ἔχω γνῶσίν τινα [[περί]]..., Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 11, 12. 7) ἀπολ., οἱ μετέχοντες, οἱ σύντροφοι, οἱ συναυτουργοί, Ἡρόδ. 8. 132. ΙΙ. ἐν τῇ Πλατωνικῇ φιλοσοφίᾳ, μετέχειν τῶν εἰδῶν ἦτο [[φράσις]] δηλοῦσα συμμετοχὴν ἐν τοῖς συστατικοῖς τῶν ἰδεῶν, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 9, 6 κἑξ.· μετέχονται (ἐξυπακούεται αἱ ἰδέαι), συμμετέχονται, [[αὐτόθι]] 3· ἴδε [[μέθεξις]] ΙΙ. ΙΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ, [[περιέχω]], [[περιλαμβάνω]], τὰ μὲν εἴδη μετέχει τῶν γενῶν, τὰ δὲ γένη τῶν εἰδῶν οὔ Ἀριστ. Τοπ. 4. 1, 5, πρβλ. 6. 6, 3, Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 12, 3 (ἴδε Bonitz σ. 343)· πρβλ. καὶ προηγ. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |