3,274,216
edits
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ και δωρ. τ. [[ποθήκω]] και [[ποθίκω]] και [[ποθάκω]] Α [[ἥκω]]<br />(στα νεοελλ. μόνον στον ενεστ. και παρατ. [[καθώς]] και ως απρόσ. <i>προσήκει</i>)<br /><b>1.</b> [[αρμόζω]], [[ανήκω]], [[συνάδω]], [[πρέπω]], [[ταιριάζω]] (α. «προσήκει σ' αυτόν [[ένας]] [[μεγάλος]] [[έπαινος]]» β. «προσήκει να εξαρθεί η άμεμπτη [[στάση]] του» γ. «τῷ ξένῳ τούτῳ προσήκει Λαΐου τι συγγενές», <b>Σοφ.</b><br />δ. «ὅσα τριήρεσι προσήκει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) <i>ο προσήκων</i>, <i>η προσήκουσα</i>, <i>το προσήκον</i><br />αυτός που ανήκει, ταιριάζει ή οφείλεται σε κάποιον (α. «έγινε [[δεκτός]] με την προσήκουσα [[τιμή]]» β. «αἰτίαν... οὐδὲν ἐμοὶ προσήκουσαν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>το προσήκον</i><br />αυτό που [[πρέπει]] ή ταιριάζει να γίνει, το [[χρέος]], το [[καθήκον]] («το [[ίδρυμα]] θα πράξει τα προσήκοντα» β. «[[κατά]] τὸ προσῆκον», Πλουτ.)<br /><b>μσν.</b><br />(το μέσ.) <i>προσήκομαι</i><br />[[εγκρίνω]] («ἡ δὲ Ῥώμη | |mltxt=ΝΜΑ και δωρ. τ. [[ποθήκω]] και [[ποθίκω]] και [[ποθάκω]] Α [[ἥκω]]<br />(στα νεοελλ. μόνον στον ενεστ. και παρατ. [[καθώς]] και ως απρόσ. <i>προσήκει</i>)<br /><b>1.</b> [[αρμόζω]], [[ανήκω]], [[συνάδω]], [[πρέπω]], [[ταιριάζω]] (α. «προσήκει σ' αυτόν [[ένας]] [[μεγάλος]] [[έπαινος]]» β. «προσήκει να εξαρθεί η άμεμπτη [[στάση]] του» γ. «τῷ ξένῳ τούτῳ προσήκει Λαΐου τι συγγενές», <b>Σοφ.</b><br />δ. «ὅσα τριήρεσι προσήκει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) <i>ο προσήκων</i>, <i>η προσήκουσα</i>, <i>το προσήκον</i><br />αυτός που ανήκει, ταιριάζει ή οφείλεται σε κάποιον (α. «έγινε [[δεκτός]] με την προσήκουσα [[τιμή]]» β. «αἰτίαν... οὐδὲν ἐμοὶ προσήκουσαν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>το προσήκον</i><br />αυτό που [[πρέπει]] ή ταιριάζει να γίνει, το [[χρέος]], το [[καθήκον]] («το [[ίδρυμα]] θα πράξει τα προσήκοντα» β. «[[κατά]] τὸ προσῆκον», Πλουτ.)<br /><b>μσν.</b><br />(το μέσ.) <i>προσήκομαι</i><br />[[εγκρίνω]] («ἡ δὲ Ῥώμη ταῦτα οὐ προσήκατο», Θεόδ. Στ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω φθάσει ή [[φθάνω]] σε ένα [[σημείο]], [[είμαι]] [[κοντά]] (α. «ὡς φίλοι προσήκετε», <b>Σοφ.</b><br />β. «ἐνταῡθ' ἐλπίδος προσήκομεν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> έχω [[σχέση]] με κάποιον ή με [[κάτι]] (α. «[[οὐδέν]] μοι προσήκει τῆς αἰτίας ταύτης», Αντιφ.<br />β. «τί οὖν προσήκει δῆτ' ἐμοὶ Κορινθίων;», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) έχω δεσμό γνωριμίας, φιλίας και, [[ιδίως]], συγγένειας («αὐτῇ προσήκει Φειδίας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) [[συγγενής]], [[οικείος]] («[[πατέρας]] καὶ ἀδελφοὺς καὶ ἄλλους τοὺς προσήκοντας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὰ προσήκοντα</i><br />αυτά που ανήκουν σε κάποιον, τα δικά του («τὰ μὴ προσήκοντα ἐπικτωμένους», <b>Θουκ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |