οἰκούριος: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰκούριος]], -ία, -ον, θηλ. και -ος, δωρ. τ. [[οἰκόριος]], -ία, -ον (Α) [[οικουρός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[επιμέλεια]] του σπιτιού<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ οἰκούρια</i><br />α) [[αμοιβή]] για την [[επιμέλεια]] του σπιτιού («τοιάδ' Ἡρακλής... οἰκούρι' ἀντέπεμψε τοῦ μακροῡ χρόνου», <b>Σοφ.</b>)<br />β.) παιχνίδια με τα οποία οι μητέρες παρακινούσαν τα νήπια να μένουν στο [[σπίτι]] και να διασκεδάζουν όταν αυτές απουσίαζαν<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἑταῑραι οἰκόριαι» — γυναίκες σύντροφοι.
|mltxt=[[οἰκούριος]], -ία, -ον, θηλ. και -ος, δωρ. τ. [[οἰκόριος]], -ία, -ον (Α) [[οικουρός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[επιμέλεια]] του σπιτιού<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ οἰκούρια</i><br />α) [[αμοιβή]] για την [[επιμέλεια]] του σπιτιού («τοιάδ' Ἡρακλής... οἰκούρι' ἀντέπεμψε τοῦ μακροῦ χρόνου», <b>Σοφ.</b>)<br />β.) παιχνίδια με τα οποία οι μητέρες παρακινούσαν τα νήπια να μένουν στο [[σπίτι]] και να διασκεδάζουν όταν αυτές απουσίαζαν<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἑταῑραι οἰκόριαι» — γυναίκες σύντροφοι.
}}
}}
{{lsm
{{lsm