ἐνσκευάζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "εῑπν" to "εῖπν"
mNo edit summary
m (Text replacement - "εῑπν" to "εῖπν")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνσκευάζω''': μέλλ. -άσω, [[ἑτοιμάζω]], [[παρασκευάζω]], δεῑπνόν τὶς ἐνσκευαζέτω Ἀριστοφ. Ἀχ. 1096. 2) [[ἐνδύω]] ἢ [[στολίζω]], τινά, ἱματίῳ δ’ ἀνδρείῳ καὶ ὑποδήμασιν ἐνσκευάζει Πλουτ. Λυκ. 15· ἐμὲ δὲ τούτοισι φέρων ἐνεσκεύασε τῷ πίλῳ τῇ λεοντῆ καὶ τῇ λύρᾳ Λουκ. Νεκυομαντ. 8· [[ὁτιή]] σε παίζων Ἡρακλέα ’νεσκεύασα ([[οὕτως]] ὁ Elmsl. ἀντὶ τοῦ Ἡρ. γ’ ἐσκεύασα), σὲ ἐνέδυσα ὡς Ἡρακλέα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 524. - Μέσ., [[ἐνδύω]] ἐμαυτόν, φορῶ, νῦν οὖν με πρῶτον πρὶν λέγειν ἐάσατε ἐνσκευάσθαι μ’ [[οἷον]] ἀθλιώτατον ὁ αὐτ. Ἀχ 384, 436, Πλάτ. Κρίτων 53D· ὁπλίζομαι, Ξέν. Κύρ. 8. 5, 11· ἀλλὰ τὸ μέσ. ἀκριβῶς ὡς τὸ ἐνεργ. ἐν Λουκ. Ὄν. 37. - Παθ., ἐνεσκεύαστο γὰρ οὕτω, [[διότι]] ἦτο ὠπλισμένος ἢ «στολισμένος» [[οὕτως]], Ἡρόδ. 9. 22· Γαλατικῶς ἀναξυρίσι καὶ χειρῖσιν ἐνεσκευασμένος, ἐνδεδυμένος, «φορεμένος», Πλουτ. Ὄθων 6.
|lstext='''ἐνσκευάζω''': μέλλ. -άσω, [[ἑτοιμάζω]], [[παρασκευάζω]], δεῖπνόν τὶς ἐνσκευαζέτω Ἀριστοφ. Ἀχ. 1096. 2) [[ἐνδύω]] ἢ [[στολίζω]], τινά, ἱματίῳ δ’ ἀνδρείῳ καὶ ὑποδήμασιν ἐνσκευάζει Πλουτ. Λυκ. 15· ἐμὲ δὲ τούτοισι φέρων ἐνεσκεύασε τῷ πίλῳ τῇ λεοντῆ καὶ τῇ λύρᾳ Λουκ. Νεκυομαντ. 8· [[ὁτιή]] σε παίζων Ἡρακλέα ’νεσκεύασα ([[οὕτως]] ὁ Elmsl. ἀντὶ τοῦ Ἡρ. γ’ ἐσκεύασα), σὲ ἐνέδυσα ὡς Ἡρακλέα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 524. - Μέσ., [[ἐνδύω]] ἐμαυτόν, φορῶ, νῦν οὖν με πρῶτον πρὶν λέγειν ἐάσατε ἐνσκευάσθαι μ’ [[οἷον]] ἀθλιώτατον ὁ αὐτ. Ἀχ 384, 436, Πλάτ. Κρίτων 53D· ὁπλίζομαι, Ξέν. Κύρ. 8. 5, 11· ἀλλὰ τὸ μέσ. ἀκριβῶς ὡς τὸ ἐνεργ. ἐν Λουκ. Ὄν. 37. - Παθ., ἐνεσκεύαστο γὰρ οὕτω, [[διότι]] ἦτο ὠπλισμένος ἢ «στολισμένος» [[οὕτως]], Ἡρόδ. 9. 22· Γαλατικῶς ἀναξυρίσι καὶ χειρῖσιν ἐνεσκευασμένος, ἐνδεδυμένος, «φορεμένος», Πλουτ. Ὄθων 6.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνσκευάζω]] (AM) [[σκευάζω]]<br />[[παρασκευάζω]] («καὶ δεῑπνόν τις ἐνεσκευαζέτω», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ντύνω]], [[στολίζω]] κάποιον («ἱματίῳ δ' ἀνδρείῳ καὶ ὑποδήμασιν ἐνσκευάζει», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> οπλίζομαι<br /><b>3.</b> [[μηχανεύομαι]], [[επινοώ]].
|mltxt=[[ἐνσκευάζω]] (AM) [[σκευάζω]]<br />[[παρασκευάζω]] («καὶ δεῖπνόν τις ἐνεσκευαζέτω», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ντύνω]], [[στολίζω]] κάποιον («ἱματίῳ δ' ἀνδρείῳ καὶ ὑποδήμασιν ἐνσκευάζει», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> οπλίζομαι<br /><b>3.</b> [[μηχανεύομαι]], [[επινοώ]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm