3,274,921
edits
m (Text replacement - " esp. of " to " especially of ") |
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπόρρητος''': ον ([[ἀπερῶ]]) ἀπηγορευμένος, ἀπόρρητον πόλει, [[πρᾶγμα]] ἀπηγορευμένον τοῖς πολίταις, Σοφ. Ἀντ. 44, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 1668· τἀπόρρητα δρᾶν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 520· ἰδίως, τὰ ἀπόρρητα, ἐμπορεύματα ὧν ἡ ἐξαγωγὴ ἦτο ἀπηγορευμένη, ὁ αὐτ. Ἱππ. 282, Βάτρ. 362· πρβλ. Βοικχ. Π. Οἰ. 1. 74. ΙΙ. ὁ μὴ λεγόμενος, περὶ οὗ δὲν πρέπει νὰ γίνηται [[λόγος]], [[μυστικός]], Λατ. tacendus, ἀπ. ποιέεσθαι, φυλάττειν μυστικόν, Ἡρόδ. 9. 94· ἀπόρρητα ποιεύμενος, πρὸς μηδένα λέγειν ὑμέας [[αὐτόθι]] 45, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 432C· [[οὕτως]], ἐν ἀπορρήτοις ἢ ἐν ἀπορρήτῳ λέγειν, εἰσαγγέλλειν, λέγειν τι ὡς ἀπόρρητον, Πλάτ. Θεαίτ. 152C, Ἀνδοκ. 22. 24· ἐν ἀπορρήτοις φυλάττειν, φυλάττειν τι ὡς ἀπόρρητον, Ἀριστ. Ἀποσπ. 612· ἐν ἀπορρήτῳ ξυλλαμβάνειν, συλλαμβάνειν κρυφίως, [[ἄνευ]] θορύβου, Ἀνδοκ. 7. 5· οὕτω, δι’ ἀπορρήτων Λυκοῦργ. 158. 26, Πλατ. Πολ. 378A· κύριον καὶ ῥητῶν καὶ ἀπορρήτων, περὶ τοῦ Φιλίππου, ὅμοιον τῷ Λατ. dicenda tacenda, Δημ. 10. 10: -ἀπόρρητον, τό, μυστικὸν τῆς πολιτείας, Ἀριστοφ. Ἱππ. 648, Λυσίας 126. 25, κτλ.· τἀπόρρητα οἶδεν Δημ. 579. 3· -ἀπόρρητα, [[ὡσαύτως]] τὰ ἐσωτερικὰ δόγματα τῶν Πυθαγορείων, Stallb. Φαίδων 62B: - Συγκρ. -ότερος, Παυσ. 2. 17, 4. 2) ἐπὶ ἱερῶν πραγμάτων, ἄρρητα, μυστικά, φλὸξ Εὐρ. Ι. Τ. 1331· μυστήρια ὁ αὐτ. Ρῆσ. 943· τἀπόρρητ’... ἐκφέρειν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 442, πρβλ. Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 8. 3) ὃν δὲν πρέπει τις νὰ προφέρῃ, [[βδελυρός]], [[ἀποτρόπαιος]], Λυσ. 116, 21, Πλάτ. Νόμ. 854E· τίς οὐκ οἶδεν... τὰς ἀπορρήτους, [[ὥσπερ]] ἐν τραγωδίᾳ, τὰς τούτου γονάς; Δημ. 563. 1: -[[ὡσαύτως]] ἐπὶ φαύλης κακολογίας, κακῶς τὰ ἀπόρρητα λέγομεν ἀλλήλους Δημ. 268. 22, κτλ.· λέξεις τινὲς ἐθεωρουντο διὰ νόμου ἀπόρρητοι καὶ ἡ [[χρῆσις]] αὐτῶν ἐτιμωρεῖτο διὰ βαρέος προστίμου, ὡς π.χ. ἡ [[λέξις]] [[ῥίψασπις]], Ἰσοκρ. 396A, Λυσ. 117. 18, πρβλ. Λεξικὸν Ἀρχαιολογ. καὶ τὴν λέξιν [[πλύνω]] ΙΙ. 4) τὰ ἀπόρρητα, = τὰ αἰδοῖα, «τὰ κρυφά», Πλούτ. 2. 284A, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 12. ΙΙΙ. ἀπορρήτως, ἀρρήτως, ἀνεκφράστως, Φιλόστρ. 598: - μυστηριωδῶς, | |lstext='''ἀπόρρητος''': ον ([[ἀπερῶ]]) ἀπηγορευμένος, ἀπόρρητον πόλει, [[πρᾶγμα]] ἀπηγορευμένον τοῖς πολίταις, Σοφ. Ἀντ. 44, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 1668· τἀπόρρητα δρᾶν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 520· ἰδίως, τὰ ἀπόρρητα, ἐμπορεύματα ὧν ἡ ἐξαγωγὴ ἦτο ἀπηγορευμένη, ὁ αὐτ. Ἱππ. 282, Βάτρ. 362· πρβλ. Βοικχ. Π. Οἰ. 1. 74. ΙΙ. ὁ μὴ λεγόμενος, περὶ οὗ δὲν πρέπει νὰ γίνηται [[λόγος]], [[μυστικός]], Λατ. tacendus, ἀπ. ποιέεσθαι, φυλάττειν μυστικόν, Ἡρόδ. 9. 94· ἀπόρρητα ποιεύμενος, πρὸς μηδένα λέγειν ὑμέας [[αὐτόθι]] 45, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 432C· [[οὕτως]], ἐν ἀπορρήτοις ἢ ἐν ἀπορρήτῳ λέγειν, εἰσαγγέλλειν, λέγειν τι ὡς ἀπόρρητον, Πλάτ. Θεαίτ. 152C, Ἀνδοκ. 22. 24· ἐν ἀπορρήτοις φυλάττειν, φυλάττειν τι ὡς ἀπόρρητον, Ἀριστ. Ἀποσπ. 612· ἐν ἀπορρήτῳ ξυλλαμβάνειν, συλλαμβάνειν κρυφίως, [[ἄνευ]] θορύβου, Ἀνδοκ. 7. 5· οὕτω, δι’ ἀπορρήτων Λυκοῦργ. 158. 26, Πλατ. Πολ. 378A· κύριον καὶ ῥητῶν καὶ ἀπορρήτων, περὶ τοῦ Φιλίππου, ὅμοιον τῷ Λατ. dicenda tacenda, Δημ. 10. 10: -ἀπόρρητον, τό, μυστικὸν τῆς πολιτείας, Ἀριστοφ. Ἱππ. 648, Λυσίας 126. 25, κτλ.· τἀπόρρητα οἶδεν Δημ. 579. 3· -ἀπόρρητα, [[ὡσαύτως]] τὰ ἐσωτερικὰ δόγματα τῶν Πυθαγορείων, Stallb. Φαίδων 62B: - Συγκρ. -ότερος, Παυσ. 2. 17, 4. 2) ἐπὶ ἱερῶν πραγμάτων, ἄρρητα, μυστικά, φλὸξ Εὐρ. Ι. Τ. 1331· μυστήρια ὁ αὐτ. Ρῆσ. 943· τἀπόρρητ’... ἐκφέρειν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 442, πρβλ. Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 8. 3) ὃν δὲν πρέπει τις νὰ προφέρῃ, [[βδελυρός]], [[ἀποτρόπαιος]], Λυσ. 116, 21, Πλάτ. Νόμ. 854E· τίς οὐκ οἶδεν... τὰς ἀπορρήτους, [[ὥσπερ]] ἐν τραγωδίᾳ, τὰς τούτου γονάς; Δημ. 563. 1: -[[ὡσαύτως]] ἐπὶ φαύλης κακολογίας, κακῶς τὰ ἀπόρρητα λέγομεν ἀλλήλους Δημ. 268. 22, κτλ.· λέξεις τινὲς ἐθεωρουντο διὰ νόμου ἀπόρρητοι καὶ ἡ [[χρῆσις]] αὐτῶν ἐτιμωρεῖτο διὰ βαρέος προστίμου, ὡς π.χ. ἡ [[λέξις]] [[ῥίψασπις]], Ἰσοκρ. 396A, Λυσ. 117. 18, πρβλ. Λεξικὸν Ἀρχαιολογ. καὶ τὴν λέξιν [[πλύνω]] ΙΙ. 4) τὰ ἀπόρρητα, = τὰ αἰδοῖα, «τὰ κρυφά», Πλούτ. 2. 284A, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 12. ΙΙΙ. ἀπορρήτως, ἀρρήτως, ἀνεκφράστως, Φιλόστρ. 598: - μυστηριωδῶς, συχν. παρὰ τοῖς Ἐκκλ. -Πρβλ. ἄρρητος. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |