3,273,151
edits
m (Text replacement - " in pl." to " in plural") |
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔντερον''': τό, (ἐντὸς) ὡς καὶ νῦν, [[ἔντερον]], χυδ. «ἄντερο», χορδὴ τόξου ἐξ ἐντέρου, ἐϋστρεφὲς [[ἔντερον]] οἰὸς Ὀδ. Φ. 408· ἀλλαχοῦ ὁ Ὅμηρ. μεταχειρίζεται ἀείποτε μόνον τὸν πληθ., τὰ ἔντερα, διὰ δ’ ἔντερα χαλκὸς ἤφυσ’ Ἰλ. Ν. 507, κ. ἀλλ.· [[οὕτως]], Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 1221, Ἀριστοφ. ἐν Ἱππ. 1184, ἐν Βατρ. 476, Πλάτ. ἐν Τιμ. 73Α· ψύχειν τὴν κεφαλήν, [[μάλιστα]] μὲν ξύραντα ἢ εἰς κύστιν ἢ εἰς ἔντερα ἐγχέαντα τῶν ψυκτικῶν τι Ἱππ. π. Νούσ. τὸ Γ΄, 488, 6· - καθ’ ἑνικ., τοὔντερον τῆς ἐμπίδος Ἀριστοφ. Νεφ. 160· | |lstext='''ἔντερον''': τό, (ἐντὸς) ὡς καὶ νῦν, [[ἔντερον]], χυδ. «ἄντερο», χορδὴ τόξου ἐξ ἐντέρου, ἐϋστρεφὲς [[ἔντερον]] οἰὸς Ὀδ. Φ. 408· ἀλλαχοῦ ὁ Ὅμηρ. μεταχειρίζεται ἀείποτε μόνον τὸν πληθ., τὰ ἔντερα, διὰ δ’ ἔντερα χαλκὸς ἤφυσ’ Ἰλ. Ν. 507, κ. ἀλλ.· [[οὕτως]], Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 1221, Ἀριστοφ. ἐν Ἱππ. 1184, ἐν Βατρ. 476, Πλάτ. ἐν Τιμ. 73Α· ψύχειν τὴν κεφαλήν, [[μάλιστα]] μὲν ξύραντα ἢ εἰς κύστιν ἢ εἰς ἔντερα ἐγχέαντα τῶν ψυκτικῶν τι Ἱππ. π. Νούσ. τὸ Γ΄, 488, 6· - καθ’ ἑνικ., τοὔντερον τῆς ἐμπίδος Ἀριστοφ. Νεφ. 160· συχν. παρ’ Ἀριστ.· ἡ [[μήτρα]], ἡ [[κοιλία]], Ἀρχίλ. 131 (116) πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 6· ἐπὶ μετρίῳ ἐντέρῳ, ἐν ὀλιγοφαγίᾳ, [[ὕπνος]] ὑγιείας ἐπὶ μετρίῳ ἐντέρῳ Ἑβδ. (Σειράχ. ΛΔ΄, 20)· - μεταφ., τὸ ἐσωτερικὸν τῶν καρπῶν, Ἀνθ. Π. 14. 57. ΙΙ. ἔντερα γῆς, σκώληκες τῆς γῆς, Θεοφρ. Ἀποσπ. 6. 3, 5, Ἄρατ. 959, πρβλ. Νικ. Θηρ. 388. (ἐσχηματίσθη ὡς συγκρ. ἐκ τοῦ [[ἐντός]], πρβλ. ὑπέρτερον). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |