3,274,522
edits
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γενναῖος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Εὐρ. Ἑκ. 592 ([[γέννα]])·― ἁρμόζων εἰς τὴν γενεάν τινος ἤ καταγωγὴν (τὸ γενναῖόν ἐστι τὸ μὴ ἐξιστάμενον ἐκ τῆς [[αὐτοῦ]] φύσεως Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 1, 32)· οὔ μοι γενναῖον ἀλυσκάζοντι μάχεσθαι Ἰλ. Ε. 253 ([[οὐδαμοῦ]] [[ἄλλοθι]] παρ’ Ὁμήρ.)· [[ἐντεῦθεν]], Ι. ἐπὶ προσώπων, ὑψηλῆς καταγωγῆς, [[εὐγενής]], Λατ. generosus, Πίνδ. II. 8. 65, Ἡρόδ. 1. 173, καὶ | |lstext='''γενναῖος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Εὐρ. Ἑκ. 592 ([[γέννα]])·― ἁρμόζων εἰς τὴν γενεάν τινος ἤ καταγωγὴν (τὸ γενναῖόν ἐστι τὸ μὴ ἐξιστάμενον ἐκ τῆς [[αὐτοῦ]] φύσεως Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 1, 32)· οὔ μοι γενναῖον ἀλυσκάζοντι μάχεσθαι Ἰλ. Ε. 253 ([[οὐδαμοῦ]] [[ἄλλοθι]] παρ’ Ὁμήρ.)· [[ἐντεῦθεν]], Ι. ἐπὶ προσώπων, ὑψηλῆς καταγωγῆς, [[εὐγενής]], Λατ. generosus, Πίνδ. II. 8. 65, Ἡρόδ. 1. 173, καὶ συχν. παρὰ Τραγ., ὦ γονῇ γενναῖε Σοφ. Ο. Τ. 1469· ἐσθλοὺς ἔκ τε γενναίων γεγῶτας ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 794· γενναῖός τις ἑπτὰ πάππους ἔχων Πλάτ. Θεαιτ. 174Ε· οἱ γενναῖοι, ἀντίθ. τῷ οἱ ἀγεννεῖς, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 12, 2·― [[οὕτως]] ἐπὶ ζῴων, «καλῆς ῥάτσας», [[σκύλαξ]], κτλ., Πλάτ. Πολ. 375Α, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 15· ζῴα γ., ἀντίθ. τῷ ἀγεννῆ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 1, 32. 2) εὐγενὴς τὸ [[ἦθος]], [[μεγαλόφρων]], [[ὑψηλόφρων]], Ἀρχίλ. 96, Ἡρόδ. 3. 146, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.·― [[μάλιστα]] αἱ δύο ἔννοιαι [[συχνάκις]] συγχωνεύονται, ὡς παρὰ Πινδ. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ παρὰ Τραγ.· καὶ ὁ Ἀριστ. ἐν τῇ Ρητορ. 2. 15, 3 διακρίνει τὸ [[γενναῖος]] ἀπὸ τοῦ [[εὐγενής]], ὡς κατ’ ἀνάγκην περιέχον καὶ τὰς δύο ἐννοίας, πρβλ. Ἱστ. Ζ. ἔνθ’ ἀνωτέρω·― τὸ γ. = [[γενναιότης]], Σοφ. Ο. Κ. 569·― [[οὕτως]] ἐπὶ πράξεων, [[εὐγενής]], Ἡρόδ. 1. 37, Σοφ. Ο. Κ. 1640, πρβλ. Εὐρ. Ἀλκ. 624· ― [[ὡσαύτως]], γενν. [[ἔπος]], [[λόγος]], πόνοι Σοφ. Φ. 1402, Εὐρ. Ἡρακλ. 538, Ἡρ. Μαιν. 357. 3) ἐν χρήσει ὡς [[τύπος]] εὐγενοῦς ἀποποιήσεως ἢ ἀποκρούσεως, [[γενναῖος]] εἶ, εἶσαι πολὺ [[εὐγενής]], Ἀριστοφ. Θεσμ. 220·― [[ὡσαύτως]] εἰρωνικῶς, Wytt. Ep. Cr. σ. 233. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, καλὸς εἰς τὸ εἶδός του, [[ἔξοχος]], σῦκα Πλάτ. Νόμ. 844Ε· σημειώσεως [[ἄξιος]], πολλά… γενναῖα ἐποίησεν ὁ [[ἄνεμος]] Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 17· γένει γ. σοφιστικὴ Πλάτ. Σοφ. 231Β· [[γνήσιος]], «[[σωστός]]», [[δυνατός]], δύη Σοφ. Αἴ. 938, κτλ. ΙΙΙ. ἐπίρρ.–ως, εὐγενῶς, Ἡρόδ. 7. 139, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1198, Θουκ. 2. 41· συγκρ.–οτέρως Πλάτ. Θεαιτ. 166C· ὑπερθ.–ότατα Εὐρ. Κύκλ. 657. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |