σκόρδον: Difference between revisions

m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
mNo edit summary
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκόρδον''': τό, μεταγενέστ. [[τύπος]] ἀντὶ [[σκόροδον]], «[[σκόρδον]]», [[συχν]]. ἐν τῷ Γεωπ., κλπ.· καὶ ἐν χρήσει [[χάριν]] τοῦ μέτρου παρὰ τῷ Κράτ. ἐν Διογ.Λ. 6. 85· - ὑποκορ. σκορδόνιον, τό, Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 2. 112.
|lstext='''σκόρδον''': τό, μεταγενέστ. [[τύπος]] ἀντὶ [[σκόροδον]], «[[σκόρδον]]», συχν. ἐν τῷ Γεωπ., κλπ.· καὶ ἐν χρήσει [[χάριν]] τοῦ μέτρου παρὰ τῷ Κράτ. ἐν Διογ.Λ. 6. 85· - ὑποκορ. σκορδόνιον, τό, Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 2. 112.
}}
}}
{{eles
{{eles