ηρεμώ: Difference between revisions

No change in size ,  13 October 2022
m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Α ἠρεμῶ, -έω, δωρ. τ. ἀρεμῶ) [[ηρέμα]]<br />[[είμαι]] [[ήρεμος]], [[ησυχάζω]], [[γαληνεύω]] (α. «η [[θάλασσα]] ηρέμησε» β. «κινεῖται ἤ ἠρεμεῑ το πεφυκός», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναγνωρίζω]] [[απόφαση]], συμμορφώνομαι<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[ακίνητος]], [[παραμένω]] [[αμετάβλητος]]<br /><b>3.</b> [[αναχαιτίζω]] κάποιον από το να κάνει [[κάτι]].<br /><b>(II)</b><br />ἠρεμῶ, -όω (Μ) [[ηρέμα]]<br />ζω στη [[μοναξιά]], ζω ως [[ερημίτης]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Α ἠρεμῶ, -έω, δωρ. τ. ἀρεμῶ) [[ηρέμα]]<br />[[είμαι]] [[ήρεμος]], [[ησυχάζω]], [[γαληνεύω]] (α. «η [[θάλασσα]] ηρέμησε» β. «κινεῖται ἤ ἠρεμεῖ το πεφυκός», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναγνωρίζω]] [[απόφαση]], συμμορφώνομαι<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[ακίνητος]], [[παραμένω]] [[αμετάβλητος]]<br /><b>3.</b> [[αναχαιτίζω]] κάποιον από το να κάνει [[κάτι]].<br /><b>(II)</b><br />ἠρεμῶ, -όω (Μ) [[ηρέμα]]<br />ζω στη [[μοναξιά]], ζω ως [[ερημίτης]].
}}
}}