μόναπος: Difference between revisions

m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μόναπος]] και [[μόναιπος]] ὁ (Α)<br />παιονική [[ονομασία]] για τον βόνασο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για ιλλυρική λ. που μπορεί να συνδεθεί με αρχ. ινδ. <i>many</i><i>ā</i> «[[λαιμός]], [[τράχηλος]]», αρχ. άνω γερμ. <i>mana</i>- «[[χαίτη]]», λατ. <i>mon</i><i>ī</i><i>le</i>, «περιτραχήλιο» ([[πρβλ]]. [[μανιάκης]])].
|mltxt=[[μόναπος]] και [[μόναιπος]] ὁ (Α)<br />παιονική [[ονομασία]] για τον βόνασο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για ιλλυρική λ. που μπορεί να συνδεθεί με αρχ. ινδ. <i>many</i><i>ā</i> «[[λαιμός]], [[τράχηλος]]», αρχ. άνω γερμ. <i>mana</i>- «[[χαίτη]]», λατ. [[monile]], «περιτραχήλιο» ([[πρβλ]]. [[μανιάκης]])].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μόναπος:''' ὁ пэон. (= [[βόνασος]]) дикий бык, буйвол Arst.
|elrutext='''μόναπος:''' ὁ пэон. (= [[βόνασος]]) [[дикий бык]], [[буйвол]] Arst.
}}
}}
{{etym
{{etym