3,273,858
edits
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0950.png Seite 950]] τό, wie [[στρατεία]], Heereszug, [[Feldzug]]; ἐπὶ Σάμον, Her. 3, 49, u. öfter; τήνδε ἐβούλευσαν κέλευθον καὶ στράτευμ' ἐφ' Ἑλλάδα, Aesch. Pers. 744; στρέψαι στράτευμ' εἰς [[Ἄργος]], Soph. O. C. 1418; – gew. [[Kriegsheer]]; στράτευμ' ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλιν, Aesch. Spt. 1010, Περσικῷ στρατεύματι μάχην συνάψαι, Pers. 327, u. oft, so auch Soph., Eur. u. in Prosa, Thuc u. Folgde; ἱππικόν, Reiterei, Xen. Cyr. 3, 3. 26. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0950.png Seite 950]] τό, wie [[στρατεία]], Heereszug, [[Feldzug]]; ἐπὶ Σάμον, Her. 3, 49, u. öfter; τήνδε ἐβούλευσαν κέλευθον καὶ στράτευμ' ἐφ' Ἑλλάδα, Aesch. Pers. 744; στρέψαι στράτευμ' εἰς [[Ἄργος]], Soph. O. C. 1418; – gew. [[Kriegsheer]]; στράτευμ' ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλιν, Aesch. Spt. 1010, Περσικῷ στρατεύματι μάχην συνάψαι, Pers. 327, u. oft, so auch Soph., Eur. u. in Prosa, Thuc u. Folgde; ἱππικόν, Reiterei, Xen. Cyr. 3, 3. 26. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> expédition, campagne;<br /><b>2</b> troupes, armée en campagne ; légion DION.C..<br />'''Étymologie:''' [[στρατεύω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στράτευμα''': τό, (στρᾰτεύω) ὡς τὸ [[στρατεία]], [[ἐκστρατεία]], συχν. παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς Ἀττ., στράτευμα ἐπὶ Σάμον Ἡρόδ. 3. 49· ἐφ’ Ἑλλάδα Αἰσχύλ. Πέρσ. 758· διέφυγον τὸ στράτευμα, τὴν ἐπικειμένην εἰσβολήν, Ἡρόδ. 8. 112· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστ. Λυσ. 1133. ΙΙ. ὡπλισμένη [[στρατιά]], [[δύναμις]] στρατιωτική, Ἡρόδ. 1. 6., 7. 48, καὶ Τραγικ.· στρ. πεζὸν Αἰσχύλ. Πέρσ. 469· διαπόντιον στράτευμα, δηλ. συνιστάμενον ἐκ μισθοφόρων Ἀσιανῶν, Ἕρμιππ. ἐν «Στρατ.» 1· ἱππικὸν Ξεν. Κύρ. 3. 3, 26· πολιτικὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 4, 41· - [[ὡσαύτως]], [[κόσμημα]] ναυτικόν, Θουκ. 6. 74· τὸ ναυτικὸν στράτευμα Ἀχαιῶν Σοφ. Φιλ. 59. 2) = στρατὸς 2, ὁ [[λαός]], στρ. Παλλάδος Εὐρ. Ἱκέτ. 653. | |lstext='''στράτευμα''': τό, (στρᾰτεύω) ὡς τὸ [[στρατεία]], [[ἐκστρατεία]], συχν. παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς Ἀττ., στράτευμα ἐπὶ Σάμον Ἡρόδ. 3. 49· ἐφ’ Ἑλλάδα Αἰσχύλ. Πέρσ. 758· διέφυγον τὸ στράτευμα, τὴν ἐπικειμένην εἰσβολήν, Ἡρόδ. 8. 112· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστ. Λυσ. 1133. ΙΙ. ὡπλισμένη [[στρατιά]], [[δύναμις]] στρατιωτική, Ἡρόδ. 1. 6., 7. 48, καὶ Τραγικ.· στρ. πεζὸν Αἰσχύλ. Πέρσ. 469· διαπόντιον στράτευμα, δηλ. συνιστάμενον ἐκ μισθοφόρων Ἀσιανῶν, Ἕρμιππ. ἐν «Στρατ.» 1· ἱππικὸν Ξεν. Κύρ. 3. 3, 26· πολιτικὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 4, 41· - [[ὡσαύτως]], [[κόσμημα]] ναυτικόν, Θουκ. 6. 74· τὸ ναυτικὸν στράτευμα Ἀχαιῶν Σοφ. Φιλ. 59. 2) = στρατὸς 2, ὁ [[λαός]], στρ. Παλλάδος Εὐρ. Ἱκέτ. 653. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |