σάλος: Difference between revisions

m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σάλος''': (ᾰ), ὁ, ἑτερόκλ. δοτ. πληθ. Ἀλκμὰν παρ’ Ἀπολλ. Δυσκ. σάλεσσιν ὡς εἰ ἐξ ὀνομαστ. [[σάλος]], τό· - πᾶσα ἀσταθὴς καὶ παλμικὴ ἢ ἐπαναληπτικὴ [[κίνησις]], ἐπὶ σεισμοῦ, χθόνος νῶτα σεισθῆναι σάλῳ Εὐρ. Ι. Τ. 46· [[μάλιστα]] ἡ ἀσταθὴς ἄνω καὶ [[κάτω]] κίνησης τῆς θαλάσσης, πόντου σ., [[πόντιος]] σ. ὁ αὐτ. ἐν Ἑκάβ. 28, Ι. Τ. 1443· [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., πόντιοι σάλοι ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 994.<br />2) ἀνοικτὴ [[θάλασσα]], [[πέλαγος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν λιμένα, ἐν σάλῳ στῆναι = σαλεύειν ΙΙ. 2, Λατ. in salo stare in ancoris, ἀλίμενον μὲν σάλους δὲ ἔχον Πολύβ. 1. 53, 10· [[οὔτε]] λιμὴν [[οὔτε]] σ. Διόδ. 3. 44, πρβλ. Ἀρρ. Περίπλ. Ἐυρθρ. θαλάσσ. σ. 5. ΙΙ. ἐπὶ πλοίων ἢ τῶν ἐν αὐτοῖς ἀνθρώπων, ἡ ἐν τῇ θαλάσσῃ ἄνω καὶ [[κάτω]] [[κίνησις]], [[ταραχή]], [[κλύδων]], ἐκ πολλοῦ σάλου εὕδοντ’ ἐπ’ ἀκτῆς Σοφ. Φιλ. 271· σάλον εἶχεν [[θάλασσα]] Πλουτ. Λούκ. 10· καρηβαρεῖν ὑπὸ σ. Λουκ. Ἑρμότ. 28· ἐν τοσούτῳ σ. ναυτιάσαι ὁ αὐτ. ἐν Τοξ. 19· - μεταφορ., ἐπὶ τοῦ πλοίου τῆς πολιτείας, ταραχὴ ἐν τρικυμίᾳ, τὰ μὲν δὴ πόλεως θεοὶ πολλῷ σ. σείσαντες ὤρθωσαν [[πάλιν]] Σοφ. Ἀντ. 162· [[πόλις]] … σαλεύει κἀνακουφίσαι [[κάρα]] βυθῶν ἔτ’ οὐχ οἵα τε φοινίου τε σάλου ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 22· [[πόλις]] ἐν σάλῳ ἐστὶ Λυσ. 107. 28· ἐπὶ στρατιωτῶν, σάλον ἔχειν, διατελεῖν ἐν λύπῃ καὶ δυστυχίᾳ, Πλουτ. Ἀλέξ. 32, πρβλ. Αἰμίλ. 18· πρβλ. [[σαλεύω]] ΙΙ. 1. 2) [[δυσάρεστος]] [[κατάστασις]], ἀνησυχία, [[ταραχή]], Ἀλκμὰν ἔνθ’ ἀνωτ., Ἑβδ. (Σειρὰχ Μ΄, 5). Ἐκ τῆς √ΣΑΛ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ σάλη, σαλεύω, σαλεία, σαλάσσω, σαλᾱγέω, σάλαξ, σαλάγη, σαλύγη· καὶ σόλος· [[ὡσαύτως]] σαλαΐζω, σαλάκων· πρβλ. Λατ. sal-um· Ἀρχ. Γερμαν. swell-an (schwellen, swell)· τὸ [[σάλος]] συνήθως ἀναφέρεται εἰς τὸ ἃλς (mare)· ἀλλ’ ἡ ἐξ ἀρχῆς [[σημασία]] τοῦ [[σάλος]] [[εἶναι]] τῆς ἀστάτου κινήσεως, ἐν ᾧ τὸ ἃλς (ἡ) = mare ἔχει στενὴν σχέσιν πρὸς τὸ ἃλς (ὁ) = sal. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σάλος]]· [[φροντίς]], [[ταραχή]], [[κλύδων]], καὶ τῆς θαλάσσης κλύδωνος [[κίνησις]]».
|lstext='''σάλος''': (ᾰ), ὁ, ἑτερόκλ. δοτ. πληθ. Ἀλκμὰν παρ’ Ἀπολλ. Δυσκ. σάλεσσιν ὡς εἰ ἐξ ὀνομαστ. [[σάλος]], τό· - πᾶσα ἀσταθὴς καὶ παλμικὴ ἢ ἐπαναληπτικὴ [[κίνησις]], ἐπὶ σεισμοῦ, χθόνος νῶτα σεισθῆναι σάλῳ Εὐρ. Ι. Τ. 46· [[μάλιστα]] ἡ ἀσταθὴς ἄνω καὶ [[κάτω]] κίνησης τῆς θαλάσσης, πόντου σ., [[πόντιος]] σ. ὁ αὐτ. ἐν Ἑκάβ. 28, Ι. Τ. 1443· [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., πόντιοι σάλοι ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 994.<br />2) ἀνοικτὴ [[θάλασσα]], [[πέλαγος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν λιμένα, ἐν σάλῳ στῆναι = σαλεύειν ΙΙ. 2, Λατ. in salo stare in ancoris, ἀλίμενον μὲν σάλους δὲ ἔχον Πολύβ. 1. 53, 10· [[οὔτε]] λιμὴν [[οὔτε]] σ. Διόδ. 3. 44, πρβλ. Ἀρρ. Περίπλ. Ἐυρθρ. θαλάσσ. σ. 5. ΙΙ. ἐπὶ πλοίων ἢ τῶν ἐν αὐτοῖς ἀνθρώπων, ἡ ἐν τῇ θαλάσσῃ ἄνω καὶ [[κάτω]] [[κίνησις]], [[ταραχή]], [[κλύδων]], ἐκ πολλοῦ σάλου εὕδοντ’ ἐπ’ ἀκτῆς Σοφ. Φιλ. 271· σάλον εἶχεν [[θάλασσα]] Πλουτ. Λούκ. 10· καρηβαρεῖν ὑπὸ σ. Λουκ. Ἑρμότ. 28· ἐν τοσούτῳ σ. ναυτιάσαι ὁ αὐτ. ἐν Τοξ. 19· - μεταφορ., ἐπὶ τοῦ πλοίου τῆς πολιτείας, ταραχὴ ἐν τρικυμίᾳ, τὰ μὲν δὴ πόλεως θεοὶ πολλῷ σ. σείσαντες ὤρθωσαν [[πάλιν]] Σοφ. Ἀντ. 162· [[πόλις]] … σαλεύει κἀνακουφίσαι [[κάρα]] βυθῶν ἔτ’ οὐχ οἵα τε φοινίου τε σάλου ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 22· [[πόλις]] ἐν σάλῳ ἐστὶ Λυσ. 107. 28· ἐπὶ στρατιωτῶν, σάλον ἔχειν, διατελεῖν ἐν λύπῃ καὶ δυστυχίᾳ, Πλουτ. Ἀλέξ. 32, πρβλ. Αἰμίλ. 18· πρβλ. [[σαλεύω]] ΙΙ. 1. 2) [[δυσάρεστος]] [[κατάστασις]], ἀνησυχία, [[ταραχή]], Ἀλκμὰν ἔνθ’ ἀνωτ., Ἑβδ. (Σειρὰχ Μ΄, 5). Ἐκ τῆς √ΣΑΛ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ σάλη, σαλεύω, σαλεία, σαλάσσω, σαλᾱγέω, σάλαξ, σαλάγη, σαλύγη· καὶ σόλος· [[ὡσαύτως]] [[σαλαΐζω]], σαλάκων· πρβλ. Λατ. [[salum]]· Ἀρχ. Γερμαν. swellan ([[schwellen]], [[swell]])· τὸ [[σάλος]] συνήθως ἀναφέρεται εἰς τὸ [[ἃλς]] ([[mare]])· ἀλλ’ ἡ ἐξ ἀρχῆς [[σημασία]] τοῦ [[σάλος]] [[εἶναι]] τῆς ἀστάτου κινήσεως, ἐν ᾧ τὸ ἃλς (ἡ) = mare ἔχει στενὴν σχέσιν πρὸς τὸ ἃλς (ὁ) = sal. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σάλος]]· [[φροντίς]], [[ταραχή]], [[κλύδων]], καὶ τῆς θαλάσσης κλύδωνος [[κίνησις]]».
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> ισχυρή [[κύμανση]] της θάλασσας, [[θαλασσοταραχή]] («ἐν πόντου σάλῳ πολλοῖς διαύλοις κυμάτων φορούμενος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πλοία, [[καθώς]] και για τους επιβάτες του) [[κλυδωνισμός]] λόγω τρικυμίας<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[θορυβώδης]] [[ανακίνηση]], ανατάραξη (α. «σάλο προκάλεσαν οι πρόσφατες αποκαλύψεις» β. «τὰ μὲν δὴ πόλιος θεοὶ πολλῷ σάλῳ σείσαντες ὤρθωσαν [[πάλιν]]», <b>Σοφ.</b>)<br />β) <b>μτφ.</b> δυσάρεστη [[κατάσταση]], [[ανησυχία]], [[ταραχή]] («θυμὸς καὶ [[ζῆλος]] καὶ ταραχὴ καὶ [[σάλος]] καὶ [[φόβος]] θανάτου», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για σεισμό) [[κάθε]] [[ασταθής]] και παλμική [[κίνηση]] που επαναλαμβάνεται με [[συχνότητα]] («χθονὸς νῶτα σεισθῆναι σάλῳ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> η ανοιχτή [[θάλασσα]], το [[πέλαγος]] σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[λιμάνι]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[φροντίς]]»<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «σάλον ἔχειν» — [[αισθάνομαι]] [[λύπη]] ή [[δυστυχία]]<br />β) «ἐν σάλῳ στῆναι»<br />(για [[πλοίο]]) [[κλυδωνίζομαι]] από τα κύματα της ταραγμένης θάλασσας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ναυτικός όρος, άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνεια ή ινδοευρωπαϊκής προέλευσης. Ανεπιβεβαίωτες παραμένουν οι συνδέσεις της λ. με τους τ. [[τύλη]] / [[τύλος]] «σκληρό [[υπόστρωμα]]» ή το γερμ. <i>schwellen</i> «[[φουσκώνω]]». Τη λ., [[τέλος]], δανείστηκε πιθ. η Λατινική (<b>πρβλ.</b> <i>salum</i> / <i>salus</i>)].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> ισχυρή [[κύμανση]] της θάλασσας, [[θαλασσοταραχή]] («ἐν πόντου σάλῳ πολλοῖς διαύλοις κυμάτων φορούμενος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πλοία, [[καθώς]] και για τους επιβάτες του) [[κλυδωνισμός]] λόγω τρικυμίας<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[θορυβώδης]] [[ανακίνηση]], ανατάραξη (α. «σάλο προκάλεσαν οι πρόσφατες αποκαλύψεις» β. «τὰ μὲν δὴ πόλιος θεοὶ πολλῷ σάλῳ σείσαντες ὤρθωσαν [[πάλιν]]», <b>Σοφ.</b>)<br />β) <b>μτφ.</b> δυσάρεστη [[κατάσταση]], [[ανησυχία]], [[ταραχή]] («θυμὸς καὶ [[ζῆλος]] καὶ ταραχὴ καὶ [[σάλος]] καὶ [[φόβος]] θανάτου», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για σεισμό) [[κάθε]] [[ασταθής]] και παλμική [[κίνηση]] που επαναλαμβάνεται με [[συχνότητα]] («χθονὸς νῶτα σεισθῆναι σάλῳ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> η ανοιχτή [[θάλασσα]], το [[πέλαγος]] σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[λιμάνι]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[φροντίς]]»<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «σάλον ἔχειν» — [[αισθάνομαι]] [[λύπη]] ή [[δυστυχία]]<br />β) «ἐν σάλῳ στῆναι»<br />(για [[πλοίο]]) [[κλυδωνίζομαι]] από τα κύματα της ταραγμένης θάλασσας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ναυτικός όρος, άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνεια ή ινδοευρωπαϊκής προέλευσης. Ανεπιβεβαίωτες παραμένουν οι συνδέσεις της λ. με τους τ. [[τύλη]] / [[τύλος]] «σκληρό [[υπόστρωμα]]» ή το γερμ. <i>schwellen</i> «[[φουσκώνω]]». Τη λ., [[τέλος]], δανείστηκε πιθ. η Λατινική (<b>πρβλ.</b> <i>[[salum]]</i> / <i>[[salus]]</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 44: Line 44:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''σάλος''': {sálos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[unruhige Bewegung des Meeres]], [[Wogenschwall]], auch [[Ankerplatz]], [[Reede]] im Gegensatz zum geschützten Hafen (S., E., Lys., hell. u. sp.), übertr. vom Erdbeben (E. ''IT'' 46), [[unruhige Gemütsbewegung]] (LXX, Gal., Max.Tyr.; vgl. [[ἀσαλής]], [[σάλη]] unten).<br />'''Composita''' : Einige sp. Kompp., z.B. [[ἐπίσαλος]] [[dem [[σάλος]] ausgesetzt]] (Secund., ''Peripl''. ''M''. ''Rubr''. u.a.); wohl auch das ep. [[κονίσαλος]] [[Staubwolke]] (s. [[κόνις]]). Mit Umbiegung in die σ-Stämme [[ἀσαλής]] [[unerschüttert]], [[unbekümmert]] (A. ''Fr''. 319 = 634 M.) mit [[ἀσάλεια]] f. = [[ἀμεριμνία]], [[ἀλογιστία]] (Sophr. 113), ἀσαλεῖν· ἀφροντιστῆσαι H.; dazu, wohl als Rückbildung, [[σάλη]], [[σάλα]] f. = [[φροντίς]] (''Et''. ''Gen''., H.).<br />'''Derivative''': Denominativa : 1. [[σαλεύω]], auch m. Präfix, z.B. ἀπο-, ἐπι-, δια-, eig. vom Schiff ‘(auf den Wogen) rollen, sich hin und her werfen, schwanken’, trans. [[ins Schwanken bringen]], [[erschüttern]] (att. seit A., auch Hp., hell. u. sp.) mit [[σάλευσις]] (δια-) f. [[Schwankung]] (Arist. u.a.), [[σάλευμα]] n. ib. (D. Chr.). 2. [[σαλόομαι]] [[mit schwankender Haltung gehen]] (''EM'' als Erklärung von [[σαλάκων]]). — Mit Gutturalsuffix : 1. [[σάλαξ]], -ακος m. [[grobes Sieb der Bergarbeiter]] (Arist. od. Thphr. ap. Poll.), auch als att. Töpfername (Σάλαχς; Krahe IF 57, 113), -αγξ· μεταλλικὸν [[σκεῦος]] H.; [[σαλάκων]], -ωνος m. [[Aufschneider]], [[Prahler]], [[Stutzer]] (Arist.; wegen des schwankenden Ganges) mit [[σαλακωνία]] (-εία) f. (Arist., Alkiphr.), -ίζω (δια- Ar.), -ίζομαι, -εύομαι (H., Phot., Suid.); [[σαλάσσω]] (ἐκ-) [[schütteln]] (Nik., ''AP''), wohl direkt von [[σάλος]] nach [[τινάσσω]], [[ταράσσω]] u.a. 2. [[σαλαγέω]] = [[σαλάσσω]], [[σαλεύω]] (Opp., Orac. ap. Luk.), σαλαγή· [[βοή]] H.; vgl. [[παταγέω]], -σσω.<br />'''Etymology''' : Urspr. Fachwort der Seemannsprache; ohne überzeugende Etymologie. Eine ganz fragliche Hypothese (lat. ''tullius'' usw.) s. [[τύλη]], [[τύλος]]. Nach Carnoy Ant. class. 24, 22 (mit Curtius 372) zu nhd. ''schwellen'' usw. (pelasgisch). — Lat. LW ''salus'', ''salum'' ?<br />'''Page''' 2,673-674
|ftr='''σάλος''': {sálos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[unruhige Bewegung des Meeres]], [[Wogenschwall]], auch [[Ankerplatz]], [[Reede]] im Gegensatz zum geschützten Hafen (S., E., Lys., hell. u. sp.), übertr. vom Erdbeben (E. ''IT'' 46), [[unruhige Gemütsbewegung]] (LXX, Gal., Max.Tyr.; vgl. [[ἀσαλής]], [[σάλη]] unten).<br />'''Composita''' : Einige sp. Kompp., z.B. [[ἐπίσαλος]] [[dem [[σάλος]] ausgesetzt]] (Secund., ''Peripl''. ''M''. ''Rubr''. u.a.); wohl auch das ep. [[κονίσαλος]] [[Staubwolke]] (s. [[κόνις]]). Mit Umbiegung in die σ-Stämme [[ἀσαλής]] [[unerschüttert]], [[unbekümmert]] (A. ''Fr''. 319 = 634 M.) mit [[ἀσάλεια]] f. = [[ἀμεριμνία]], [[ἀλογιστία]] (Sophr. 113), ἀσαλεῖν· ἀφροντιστῆσαι H.; dazu, wohl als Rückbildung, [[σάλη]], [[σάλα]] f. = [[φροντίς]] (''Et''. ''Gen''., H.).<br />'''Derivative''': Denominativa : 1. [[σαλεύω]], auch m. Präfix, z.B. ἀπο-, ἐπι-, δια-, eig. vom Schiff ‘(auf den Wogen) rollen, sich hin und her werfen, schwanken’, trans. [[ins Schwanken bringen]], [[erschüttern]] (att. seit A., auch Hp., hell. u. sp.) mit [[σάλευσις]] (δια-) f. [[Schwankung]] (Arist. u.a.), [[σάλευμα]] n. ib. (D. Chr.). 2. [[σαλόομαι]] [[mit schwankender Haltung gehen]] (''EM'' als Erklärung von [[σαλάκων]]). — Mit Gutturalsuffix : 1. [[σάλαξ]], -ακος m. [[grobes Sieb der Bergarbeiter]] (Arist. od. Thphr. ap. Poll.), auch als att. Töpfername (Σάλαχς; Krahe IF 57, 113), -αγξ· μεταλλικὸν [[σκεῦος]] H.; [[σαλάκων]], -ωνος m. [[Aufschneider]], [[Prahler]], [[Stutzer]] (Arist.; wegen des schwankenden Ganges) mit [[σαλακωνία]] (-εία) f. (Arist., Alkiphr.), -ίζω (δια- Ar.), -ίζομαι, -εύομαι (H., Phot., Suid.); [[σαλάσσω]] (ἐκ-) [[schütteln]] (Nik., ''AP''), wohl direkt von [[σάλος]] nach [[τινάσσω]], [[ταράσσω]] u.a. 2. [[σαλαγέω]] = [[σαλάσσω]], [[σαλεύω]] (Opp., Orac. ap. Luk.), σαλαγή· [[βοή]] H.; vgl. [[παταγέω]], -σσω.<br />'''Etymology''' : Urspr. Fachwort der Seemannsprache; ohne überzeugende Etymologie. Eine ganz fragliche Hypothese (lat. ''tullius'' usw.) s. [[τύλη]], [[τύλος]]. Nach Carnoy Ant. class. 24, 22 (mit Curtius 372) zu nhd. [[schwellen]] usw. (pelasgisch). — Lat. LW [[salus]], [[salum]] ?<br />'''Page''' 2,673-674
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese