παροινικός: Difference between revisions

m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παροινικός''': -ή, -όν, ὁ παραδεδομένος εἰς τὸν [[οἶνον]], [[μέθυσος]], Λατ. temulentus, παροινικώτατος Ἀριστοφ. Σφ. 1300. Ἐπίρρ. -κῶς, Κικ. πρ. Ἀττ. 10. 10, 1.
|lstext='''παροινικός''': -ή, -όν, ὁ παραδεδομένος εἰς τὸν [[οἶνον]], [[μέθυσος]], Λατ. [[temulentus]], παροινικώτατος Ἀριστοφ. Σφ. 1300. Ἐπίρρ. -κῶς, Κικ. πρ. Ἀττ. 10. 10, 1.
}}
}}
{{bailly
{{bailly