μηχάνημα: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0181.png Seite 181]] τό, das künstlich Bereitete, Ersonnene, der Kunstgriff; τοιαῦτα μηχανήματ' ἐξευρών, Aesch. Prom. 467; λαβοῦσα μηχανήματα, Ag. 1098; Soph. O. C. 766; τὰ Ἥρας καλὰ μηχανήματα, Eur. Herc. fur. 855; Ar. Eccl. 1, 72; τὰ πρὸς τοὺς πολεμίους μ., Xen. Cyr. 1, 6, 32. – Belagerungsmaschinen, Pol. 1, 48, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0181.png Seite 181]] τό, das künstlich Bereitete, Ersonnene, der Kunstgriff; τοιαῦτα μηχανήματ' ἐξευρών, Aesch. Prom. 467; λαβοῦσα μηχανήματα, Ag. 1098; Soph. O. C. 766; τὰ Ἥρας καλὰ μηχανήματα, Eur. Herc. fur. 855; Ar. Eccl. 1, 72; τὰ πρὸς τοὺς πολεμίους μ., Xen. Cyr. 1, 6, 32. – Belagerungsmaschinen, Pol. 1, 48, 2.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> invention ingénieuse;<br /><b>2</b> engin, machine, mécanisme, <i>particul.</i> machine de guerre;<br /><b>3</b> moyen, expédient ; <i>en mauv. part</i> ruse, artifice, machination.<br />'''Étymologie:''' [[μηχανάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μηχάνημα''': τό, = [[μηχανή]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· [[μάλιστα]] πολεμικὴ μηχανὴ ἐν χρήσει ἐν πολιορκίαις, Δημ. 254. 28, Πολύβ. 1. 48, 2. ΙΙ. εὐφυὴς [[ἐπίνοια]], εὐφυὲς [[ἔργον]], Τραγ., ὡς Αἰσχύλ. Πρ. 469, 989· ἐπὶ τοῦ συνερραμένου χιτῶνος ὃν ἔρριψεν ἐπὶ τοῦ Ἀγαμέμνονος ἡ [[Κλυταιμνήστρα]] ἐν τῷ βαλανείῳ (πρβλ. [[μελάγκερως]]), ὁ αὐτ. ἐν Χο. 981· λόγου μ. ποικίλον Σοφ. Ο. Κ. 796· οὐδενὶ μηχανήματι οὐδ’ ἀπάτῃ Ἀντιφῶν 132. 6· τὰ [[πρός]] τινα μ. Ξεν. Κύρ. 1. 6, 38, πρβλ. 8. 6, 17· μ. εἰς τὸ πείθεσθαι ὁ αὐτ. Λακ. 8, 5· μ., [[ὅπως]] τά... χρήμαθ’ ἔξω Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 872.
|lstext='''μηχάνημα''': τό, = [[μηχανή]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· [[μάλιστα]] πολεμικὴ μηχανὴ ἐν χρήσει ἐν πολιορκίαις, Δημ. 254. 28, Πολύβ. 1. 48, 2. ΙΙ. εὐφυὴς [[ἐπίνοια]], εὐφυὲς [[ἔργον]], Τραγ., ὡς Αἰσχύλ. Πρ. 469, 989· ἐπὶ τοῦ συνερραμένου χιτῶνος ὃν ἔρριψεν ἐπὶ τοῦ Ἀγαμέμνονος ἡ [[Κλυταιμνήστρα]] ἐν τῷ βαλανείῳ (πρβλ. [[μελάγκερως]]), ὁ αὐτ. ἐν Χο. 981· λόγου μ. ποικίλον Σοφ. Ο. Κ. 796· οὐδενὶ μηχανήματι οὐδ’ ἀπάτῃ Ἀντιφῶν 132. 6· τὰ [[πρός]] τινα μ. Ξεν. Κύρ. 1. 6, 38, πρβλ. 8. 6, 17· μ. εἰς τὸ πείθεσθαι ὁ αὐτ. Λακ. 8, 5· μ., [[ὅπως]] τά... χρήμαθ’ ἔξω Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 872.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> invention ingénieuse;<br /><b>2</b> engin, machine, mécanisme, <i>particul.</i> machine de guerre;<br /><b>3</b> moyen, expédient ; <i>en mauv. part</i> ruse, artifice, machination.<br />'''Étymologie:''' [[μηχανάω]].
}}
}}
{{grml
{{grml