ἐφορμίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1123.png Seite 1123]] das Schiff in die Bucht einlaufen lassen, u. med. in den Hafen einlaufen, ἐς λιμένα, Thuc. 4, 8; bei App. B. C. 5, 108, ὡς ἐφορμιούμενος τοῖς πολεμίοις, blokirend, = [[ἐφορμέω]], auch wie das act., ἀμφὶ δὲ ταύτην θῖνά με ῥοιβδήσας [[Εὖρος]] ἐφωρμίσατο Crinag. 39 (VII, 636). – Intr., ποταμοῖσιν ἐφώρμισαν, sie gingen zu den Flüssen, Apolldns. 15 (IX, 244); ἀλλοτρίαις ὠδῖσιν ἐφώρμισα Philp. 65 (IX, 254), ich nehme zu fremden Kindern meine Zuflucht.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1123.png Seite 1123]] das Schiff in die Bucht einlaufen lassen, u. med. in den Hafen einlaufen, ἐς λιμένα, Thuc. 4, 8; bei App. B. C. 5, 108, ὡς ἐφορμιούμενος τοῖς πολεμίοις, blokirend, = [[ἐφορμέω]], auch wie das act., ἀμφὶ δὲ ταύτην θῖνά με ῥοιβδήσας [[Εὖρος]] ἐφωρμίσατο Crinag. 39 (VII, 636). – Intr., ποταμοῖσιν ἐφώρμισαν, sie gingen zu den Flüssen, Apolldns. 15 (IX, 244); ἀλλοτρίαις ὠδῖσιν ἐφώρμισα Philp. 65 (IX, 254), ich nehme zu fremden Kindern meine Zuflucht.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐφορμίσω, <i>att.</i> ἐφορμιῶ;<br />aborder : [[ἐς]] λιμένα THC à un port.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ὁρμίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐφορμίζω''': [[φέρω]] τὸ [[πλοῖον]] εἰς ὅρμον, [[φέρω]] εἰς τὴν [[ἀκτήν]], ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, ἀμφὶ ταύτην θῖνά με ῥοιβδήσας [[Εὖρος]] ἐφωρίσατο Ἀνθ. Π. 7. 636· - Μέσ. καὶ Παθ., [[ἔρχομαι]] εἰς ὅρμον, ἀγκυροβολῶ, εἰς τόπον Θουκ. 4. 8· πρβλ. [[ἐφορμέω]] ἐν τέλ.: - ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ [[ὡσαύτως]], = [[ἐφορμέω]], Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 108. ΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ζητῶ [[καταφύγιον]] ἔν τινι τόπῳ ἔλαφοι ποταμοῖσιν ἐφώρμισαν Ἀνθ. Π. 9. 244, πρβλ. 254.
|lstext='''ἐφορμίζω''': [[φέρω]] τὸ [[πλοῖον]] εἰς ὅρμον, [[φέρω]] εἰς τὴν [[ἀκτήν]], ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, ἀμφὶ ταύτην θῖνά με ῥοιβδήσας [[Εὖρος]] ἐφωρίσατο Ἀνθ. Π. 7. 636· - Μέσ. καὶ Παθ., [[ἔρχομαι]] εἰς ὅρμον, ἀγκυροβολῶ, εἰς τόπον Θουκ. 4. 8· πρβλ. [[ἐφορμέω]] ἐν τέλ.: - ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ [[ὡσαύτως]], = [[ἐφορμέω]], Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 108. ΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ζητῶ [[καταφύγιον]] ἔν τινι τόπῳ ἔλαφοι ποταμοῖσιν ἐφώρμισαν Ἀνθ. Π. 9. 244, πρβλ. 254.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐφορμίσω, <i>att.</i> ἐφορμιῶ;<br />aborder : [[ἐς]] λιμένα THC à un port.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ὁρμίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml