ἐπηρεφής: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0921.png Seite 921]] ές, 1) von oben her beschattend, πέτραι, überhangende, Od. 10, 131. 12, 59, wie κρημνοί Il. 12, 54. – 2) von oben beschattet, überwölbt, σίμβλοι Hes. Th. 598; [[σπέος]] An. Rh. 2, 736, vgl. [[κατηρεφής]]; τινί, mit Etwas, 4, 144; Nic. bei Ath. XV, 683 d; [[κότινος]] Theocr. 25, 208.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0921.png Seite 921]] ές, 1) von oben her beschattend, πέτραι, überhangende, Od. 10, 131. 12, 59, wie κρημνοί Il. 12, 54. – 2) von oben beschattet, überwölbt, σίμβλοι Hes. Th. 598; [[σπέος]] An. Rh. 2, 736, vgl. [[κατηρεφής]]; τινί, mit Etwas, 4, 144; Nic. bei Ath. XV, 683 d; [[κότινος]] Theocr. 25, 208.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui couvre en dessus, qui surplombe;<br /><b>2</b> qui recouvre en tombant sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἐρέφω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπηρεφής''': -ές, ([[ἐρέφω]]) ἐπικρεμάμενος, ὑπερκείμενος, ἀσπασίως δ’ ἐς πόντον ἐπηρεφέας φύγε πέτρας [[νηῦς]] ἐμή, «ἐπηρεφέας, [[ἤτοι]] [[ἄνωθεν]] ἐπηρεφεῖς ἢ ἐπικεκλιμένας πέτρας» (Σχόλ.), Ὀδ. Κ. 131, πρβλ. Μ. 59· κρημνοὶ ἐπ. Ἰλ. Μ. 54· [[κότινος]] Θεόκρ. 25, 208· πρβλ. [[κατηρεφής]]. ΙΙ. Παθ., ἐστεγασμένος, οἱ δ’ (οἱ κηφῆνες δηλ.) [[ἔντοσθε]] μένοντες ἐπηρεφέας κατὰ σίμβλους, κτλ., Ἡσ. Θ. 598· ἵνα τε [[σπέος]] ἔστ’ Ἀΐδαο ὕλῃ καὶ πέτρῃσιν ἐπηρεφὲς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 736· κεκαλυμμένος, ἐσκεπασμένος, ἀζαλίῃσιν ἐπηρεφέας φολίδεσσιν, περὶ τοῦ σώματος δράκοντος, πρβλ. Δ. 144.
|lstext='''ἐπηρεφής''': -ές, ([[ἐρέφω]]) ἐπικρεμάμενος, ὑπερκείμενος, ἀσπασίως δ’ ἐς πόντον ἐπηρεφέας φύγε πέτρας [[νηῦς]] ἐμή, «ἐπηρεφέας, [[ἤτοι]] [[ἄνωθεν]] ἐπηρεφεῖς ἢ ἐπικεκλιμένας πέτρας» (Σχόλ.), Ὀδ. Κ. 131, πρβλ. Μ. 59· κρημνοὶ ἐπ. Ἰλ. Μ. 54· [[κότινος]] Θεόκρ. 25, 208· πρβλ. [[κατηρεφής]]. ΙΙ. Παθ., ἐστεγασμένος, οἱ δ’ (οἱ κηφῆνες δηλ.) [[ἔντοσθε]] μένοντες ἐπηρεφέας κατὰ σίμβλους, κτλ., Ἡσ. Θ. 598· ἵνα τε [[σπέος]] ἔστ’ Ἀΐδαο ὕλῃ καὶ πέτρῃσιν ἐπηρεφὲς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 736· κεκαλυμμένος, ἐσκεπασμένος, ἀζαλίῃσιν ἐπηρεφέας φολίδεσσιν, περὶ τοῦ σώματος δράκοντος, πρβλ. Δ. 144.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui couvre en dessus, qui surplombe;<br /><b>2</b> qui recouvre en tombant sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἐρέφω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth