εὔκοσμος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1076.png Seite 1076]] wohlgeordnet; [[φυγή]] Aesch. Pers. 481; [[εὐνομία]] δ' εὔκοσμα καὶ ἄρτια πάντ' ἀποφαίνει Solon bei Dem. 19, 255 v. 32; wohlgeschmückt, ξανθοῖσι βοστρύχοισιν [[εὔκοσμος]] κόμην Eur. Bacch. 235; Luc. dom. 7; – τὸ εὔκοσμον, = [[εὐκοσμία]], Thuc. 1, 84; εὐκοσμότεροι, leichter zu ordnen, 6, 42. – Adv. εὐκόσμως, in guter Ordnung, Od. 21, 123; Hes. O. 628; geschmückt, ὡς εὐκοσμότατα καὶ λαμπρότατα Xen. Cyr. 2, 4, 1; wohlanständig, καὶ μεγαλοπρεπῶς τῷ δήμῳ διαλέγεσθαι Plut. Dem. 11.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1076.png Seite 1076]] wohlgeordnet; [[φυγή]] Aesch. Pers. 481; [[εὐνομία]] δ' εὔκοσμα καὶ ἄρτια πάντ' ἀποφαίνει Solon bei Dem. 19, 255 v. 32; wohlgeschmückt, ξανθοῖσι βοστρύχοισιν [[εὔκοσμος]] κόμην Eur. Bacch. 235; Luc. dom. 7; – τὸ εὔκοσμον, = [[εὐκοσμία]], Thuc. 1, 84; εὐκοσμότεροι, leichter zu ordnen, 6, 42. – Adv. εὐκόσμως, in guter Ordnung, Od. 21, 123; Hes. O. 628; geschmückt, ὡς εὐκοσμότατα καὶ λαμπρότατα Xen. Cyr. 2, 4, 1; wohlanständig, καὶ μεγαλοπρεπῶς τῷ δήμῳ διαλέγεσθαι Plut. Dem. 11.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />en bon ordre, bien ordonné ; τὸ εὔκοσμον <i>c.</i> [[εὐκοσμία]];<br /><i>Cp.</i> εὐκοσμότερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κόσμος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔκοσμος''': -ον, κοσμίως φερόμενος, [[κόσμιος]], [[εὐπρεπής]], Σόλων 3. 32, Θουκ. 6. 42 (ἐν τῷ Συγκρ.)· οὐκ εὔκοσμον αἱροῦνται φυγὴν Αἰσχύλ. Πέρσ. 481: - τὸ εὔκοσμον, = [[εὐκοσμία]], Θουκ. 1.84. 2) [[καλῶς]] κεκοσμημένος, [[εὔχαρις]], Εὐρ. Βάκχ. 235· τοῖχοι γραφῇσιν εὔκοσμοι Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1.1. ΙΙ. Ἐπίρρ. -μως, μετ’ εὐκοσμίας, Ὀδ. Φ. 123, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 626. Ὑπερθ. -ότατα Ξεν. Κύρ. 2. 4, 1. 2) μετὰ κόσμου (στολισμοῦ), μετὰ χάριτος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1120, Πλουτ. Δημ. 11.
|lstext='''εὔκοσμος''': -ον, κοσμίως φερόμενος, [[κόσμιος]], [[εὐπρεπής]], Σόλων 3. 32, Θουκ. 6. 42 (ἐν τῷ Συγκρ.)· οὐκ εὔκοσμον αἱροῦνται φυγὴν Αἰσχύλ. Πέρσ. 481: - τὸ εὔκοσμον, = [[εὐκοσμία]], Θουκ. 1.84. 2) [[καλῶς]] κεκοσμημένος, [[εὔχαρις]], Εὐρ. Βάκχ. 235· τοῖχοι γραφῇσιν εὔκοσμοι Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1.1. ΙΙ. Ἐπίρρ. -μως, μετ’ εὐκοσμίας, Ὀδ. Φ. 123, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 626. Ὑπερθ. -ότατα Ξεν. Κύρ. 2. 4, 1. 2) μετὰ κόσμου (στολισμοῦ), μετὰ χάριτος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1120, Πλουτ. Δημ. 11.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />en bon ordre, bien ordonné ; τὸ εὔκοσμον <i>c.</i> [[εὐκοσμία]];<br /><i>Cp.</i> εὐκοσμότερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κόσμος]].
}}
}}
{{grml
{{grml