καταλαλέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1358.png Seite 1358]] ausschwatzen, ausplaudern, τοῖς [[θύραζε]] [[ταῦτα]] Ar. Ran. 752; – gegen Einen sprechen, ihn beschuldigen, verläumden, τινὰ πρὸς πάντας ὡς ἀγεννῶς χρώμενον τοῖς πράγμασι Pol. 3, 90, 6. – Pass., Pol. 27, 12, 2; τοῦ Παυσανίου τῆς βαρύτητος D. Sic. 11, 44; [[LXX]] anklagen, auch [[κατά]] τινος u. [[κατά]] τινα. – Durch Geschwätz Einem lästig fallen, B. A. 46, 12.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1358.png Seite 1358]] ausschwatzen, ausplaudern, τοῖς [[θύραζε]] [[ταῦτα]] Ar. Ran. 752; – gegen Einen sprechen, ihn beschuldigen, verläumden, τινὰ πρὸς πάντας ὡς ἀγεννῶς χρώμενον τοῖς πράγμασι Pol. 3, 90, 6. – Pass., Pol. 27, 12, 2; τοῦ Παυσανίου τῆς βαρύτητος D. Sic. 11, 44; [[LXX]] anklagen, auch [[κατά]] τινος u. [[κατά]] τινα. – Durch Geschwätz Einem lästig fallen, B. A. 46, 12.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> parler contre, déblatérer contre, blâmer;<br /><b>2</b> parler devant, gén..<br />'''Étymologie:''' [[κατάλαλος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταλᾰλέω''': [[λίαν]] λαλῶ, φλυαρῶ μεγαλοφώνως, διαλαλῶ, κοινολογῶ, τοῖς [[θύραζε]] [[ταῦτα]] κ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 752· τινος, ἐνώπιόν τινος, Λουκ. Ὄν. 12. ΙΙ. λαλῶ [[ἐναντίον]] τινός, συκοφαντῶ, κατηγορῶ, τινα Ψήφισμα τοῦ Κοϊνκτίου ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1770· τινα πρὸς πάντας ΠΟλύβ. 3.90, 6· τὸ [[δόγμα]] ὁ αὐτ. 18. 28, 1· τινος Διόδ. 11. 44· κατά τινος Ἑβδ. (Ψαλμ. ΜΓ΄, 18).- Παθ., καταλελαλημένος, καταβεβοημένος, Πολύβ. 27. 12, 2. 2) ὁμιλῶν πολὺ ἐνοχλῶ τινα, Β. Α. 46·- ὁ Φρύνιχ. ἑρμηνεύει τὸ καταγλωττίζειν διὰ τοῦ κ. και καταφορεῖν πολλοὺς λόγους.
|lstext='''καταλᾰλέω''': [[λίαν]] λαλῶ, φλυαρῶ μεγαλοφώνως, διαλαλῶ, κοινολογῶ, τοῖς [[θύραζε]] [[ταῦτα]] κ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 752· τινος, ἐνώπιόν τινος, Λουκ. Ὄν. 12. ΙΙ. λαλῶ [[ἐναντίον]] τινός, συκοφαντῶ, κατηγορῶ, τινα Ψήφισμα τοῦ Κοϊνκτίου ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1770· τινα πρὸς πάντας ΠΟλύβ. 3.90, 6· τὸ [[δόγμα]] ὁ αὐτ. 18. 28, 1· τινος Διόδ. 11. 44· κατά τινος Ἑβδ. (Ψαλμ. ΜΓ΄, 18).- Παθ., καταλελαλημένος, καταβεβοημένος, Πολύβ. 27. 12, 2. 2) ὁμιλῶν πολὺ ἐνοχλῶ τινα, Β. Α. 46·- ὁ Φρύνιχ. ἑρμηνεύει τὸ καταγλωττίζειν διὰ τοῦ κ. και καταφορεῖν πολλοὺς λόγους.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> parler contre, déblatérer contre, blâmer;<br /><b>2</b> parler devant, gén..<br />'''Étymologie:''' [[κατάλαλος]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR