ἐξομματόω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0886.png Seite 886]] 1) sehend machen, die Augen öffnen; ἀντὶ τυφλοῦ ἐξωμμάτωται Ar. Plut. 635; vgl. Ael. H. A. 17, 20. Dah. von Sachen, aufhellen, deutlich machen, σήματα, [[πρόσθεν]] ὄντ' ἐπάργεμα Aesch. Prom. 497. – 2) der Augen berauben, blenden, Eur. bei gehol. Phoen. 61 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0886.png Seite 886]] 1) sehend machen, die Augen öffnen; ἀντὶ τυφλοῦ ἐξωμμάτωται Ar. Plut. 635; vgl. Ael. H. A. 17, 20. Dah. von Sachen, aufhellen, deutlich machen, σήματα, [[πρόσθεν]] ὄντ' ἐπάργεμα Aesch. Prom. 497. – 2) der Augen berauben, blenden, Eur. bei gehol. Phoen. 61 u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />ouvrir les yeux, faire voir clair ; rendre clair, faire briller.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὄμμα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξομμᾰτόω''': ἀνοίγω τοὺς ὀφθαλμούς τινος, [[κάμνω]] αὐτὸν νὰ βλέπῃ, Παθ., ἀνακτῶμαι τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου [[ἀναβλέπω]], ἀντὶ γὰρ τυφλοῦ ἐξωμμάτωται Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 635, («ἐκ Φινέως Σοφοκλέους ὁ [[στίχος]]» Σχόλ.) πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 17. 20. 2) μεταφ., καθιστῶ τι σαφὲς ἢ φανερόν, φλογωπά σήματα ἐξωμμάτωσα Αἰσχύλ. Προμ. 499. ΙΙ. ἐξορύττω τοὺς ὀφθαλμούς, ἐκτυφλῶ, τυφλώνω, Λατ. exoculare, Εὐρ. Ἀποσπ. 545· ― ἐξομματίζω, μεταγεν. [[τύπος]], «ἡ δὲ [[συνήθεια]] τὸ ἐξομματίζω (χυδ. «ξεμματίζω») ἐπὶ τοῦ καθαίρειν τοὺς κυάμους, τὴν προεστηκυῖαν μέλαιναν οὐλήν, [[οἷον]] ὀφθαλμὸν ἐκκόπτοντας, καταχρηστικῶς τέταχεν· [[ὅθεν]] καὶ ἐξωμματισμένα κοκκία τοὺς οὕτω καθαρθέντας κυάμους λέγομεν» Κοραῆ σημ. εἰς Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. (5. 11) σ. 310.
|lstext='''ἐξομμᾰτόω''': ἀνοίγω τοὺς ὀφθαλμούς τινος, [[κάμνω]] αὐτὸν νὰ βλέπῃ, Παθ., ἀνακτῶμαι τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου [[ἀναβλέπω]], ἀντὶ γὰρ τυφλοῦ ἐξωμμάτωται Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 635, («ἐκ Φινέως Σοφοκλέους ὁ [[στίχος]]» Σχόλ.) πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 17. 20. 2) μεταφ., καθιστῶ τι σαφὲς ἢ φανερόν, φλογωπά σήματα ἐξωμμάτωσα Αἰσχύλ. Προμ. 499. ΙΙ. ἐξορύττω τοὺς ὀφθαλμούς, ἐκτυφλῶ, τυφλώνω, Λατ. exoculare, Εὐρ. Ἀποσπ. 545· ― ἐξομματίζω, μεταγεν. [[τύπος]], «ἡ δὲ [[συνήθεια]] τὸ ἐξομματίζω (χυδ. «ξεμματίζω») ἐπὶ τοῦ καθαίρειν τοὺς κυάμους, τὴν προεστηκυῖαν μέλαιναν οὐλήν, [[οἷον]] ὀφθαλμὸν ἐκκόπτοντας, καταχρηστικῶς τέταχεν· [[ὅθεν]] καὶ ἐξωμματισμένα κοκκία τοὺς οὕτω καθαρθέντας κυάμους λέγομεν» Κοραῆ σημ. εἰς Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. (5. 11) σ. 310.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />ouvrir les yeux, faire voir clair ; rendre clair, faire briller.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὄμμα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm