3,273,408
edits
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1466.png Seite 1466]] am Unterleibe, an der Verdauung leidend, Medic. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1466.png Seite 1466]] am Unterleibe, an der Verdauung leidend, Medic. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κοιλιακός -ή -όν [κοιλία] van de darmen:. κοιλιακοῖς περιέπιπτον ἀρρωστήμασιν zij vielen ten prooi aan darminfecties Plut. Ant. 49.6. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κοιλιακός:''' [[брюшной]], [[желудочный]] (ἀρρωστήματα Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κοιλιακός]], -ή, -όν) [[κοιλία]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κοιλιά]] (α. «κοιλιακοί μύες» — οι μύες τών προσθιοπλάγιων τοιχωμάτων της κοιλιακής κοιλότητας<br />β. «ἐκ πολλῆς ἀπορίας ὑδερικοῖς και κοιλιακοῖς περιέπιπτον ἀρρωστήμασιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα κοιλιακά</i><br />[[κάθε]] μορφής νόσοι του εντερικού [[σωλήνα]], [[ιδίως]] στα [[παιδιά]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>ανατ.</b> α) «κοιλιακή [[αρτηρία]]» — [[παχύς]] [[κλάδος]] της αορτής που εκφύεται [[κάτω]] από το [[διάφραγμα]] στο επίπεδο του άνω χείλους του παγκρέατος<br />β) «λαρυγγική [[κοιλία]]» — καθένα από τα δύο [[πλάγια]] εκκολπώματα που παρουσιάζει ο [[λάρυγγας]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κοιλιακόν</i><br />[[βαριά]] [[νόσος]] της κοιλιάς, πιθ. [[τύφος]] ή [[δυσεντερία]] («τὸ κοιλιακὸν τοὺς ἐκόλλησε και πόθαναν οἱ Φράγκοι», Χρον. Μορ.)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από νόσο της κοιλιάς («οἰκεῖόν ἐστιν [[ἔδεσμα]] κοιλιακῶν τε καὶ δυσεντερικῶν», <b>Γαλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοιλιακῶς</i><br /><b>μσν.</b><br />στην [[κοιλιά]], [[κατά]] την [[κοιλιά]] («ἀσθενεῖ κοιλιακῶς»). | |mltxt=-ή, -ό (AM [[κοιλιακός]], -ή, -όν) [[κοιλία]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κοιλιά]] (α. «κοιλιακοί μύες» — οι μύες τών προσθιοπλάγιων τοιχωμάτων της κοιλιακής κοιλότητας<br />β. «ἐκ πολλῆς ἀπορίας ὑδερικοῖς και κοιλιακοῖς περιέπιπτον ἀρρωστήμασιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα κοιλιακά</i><br />[[κάθε]] μορφής νόσοι του εντερικού [[σωλήνα]], [[ιδίως]] στα [[παιδιά]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>ανατ.</b> α) «κοιλιακή [[αρτηρία]]» — [[παχύς]] [[κλάδος]] της αορτής που εκφύεται [[κάτω]] από το [[διάφραγμα]] στο επίπεδο του άνω χείλους του παγκρέατος<br />β) «λαρυγγική [[κοιλία]]» — καθένα από τα δύο [[πλάγια]] εκκολπώματα που παρουσιάζει ο [[λάρυγγας]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κοιλιακόν</i><br />[[βαριά]] [[νόσος]] της κοιλιάς, πιθ. [[τύφος]] ή [[δυσεντερία]] («τὸ κοιλιακὸν τοὺς ἐκόλλησε και πόθαναν οἱ Φράγκοι», Χρον. Μορ.)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από νόσο της κοιλιάς («οἰκεῖόν ἐστιν [[ἔδεσμα]] κοιλιακῶν τε καὶ δυσεντερικῶν», <b>Γαλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοιλιακῶς</i><br /><b>μσν.</b><br />στην [[κοιλιά]], [[κατά]] την [[κοιλιά]] («ἀσθενεῖ κοιλιακῶς»). | ||
}} | }} |