καθυστερέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1290.png Seite 1290]] zu spät kommen, hinter Einem zurückbleiben, -stehen; absolut, Pol. 5, 16, 5 u. öfter; τινός, 5, 50, 2; τὴν πόλιν τῶν χρειῶν μὴ καθυστερεῖν Strab. XIV, 653; περὶ τἄλλα πάντα καθυστερῶν καὶ τῇ φύσει καὶ τῇ κατασκευῇ Pol. 24, 7, 5, vgl. 29, 3, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1290.png Seite 1290]] zu spät kommen, hinter Einem zurückbleiben, -stehen; absolut, Pol. 5, 16, 5 u. öfter; τινός, 5, 50, 2; τὴν πόλιν τῶν χρειῶν μὴ καθυστερεῖν Strab. XIV, 653; περὶ τἄλλα πάντα καθυστερῶν καὶ τῇ φύσει καὶ τῇ κατασκευῇ Pol. 24, 7, 5, vgl. 29, 3, 1.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />venir à la suite, être en retard <i>ou</i> en arrière de, gén. ; θανάτου [[οὐ]] καθ. LUC ne pas rester longtemps en arrière de la mort, n’être pas longtemps épargné par la mort ; avec un dat. : καθ. [[τῇ]] διώξει PLUT être en arrière pour la poursuite.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὑστερέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καθυστερέω''': [[μένω]] [[ὀπίσω]], καθυστερῶ, μετὰ γεν. προσώπ. καὶ πράγματ., καθ. τινος τῆς θεραπηΐης Ἱππ. 1277. 45· [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ.· πράγμ., Πολύβ. 24. 7, 5, κτλ.· μετὰ δοτ. τρόπου, καθ. πολὺ τῇ διώξει Πλουτ. Κράσσ. 29· οὕτω μετ’ αἰτ. πράγμ., ἀπαρχὰς ἅλωνος καὶ ληνοῦ σου οὐ καθυστερήσεις, δὲν θὰ παραλίπῃς νὰ προσενέγκῃς αὐτὰς εἰς ἐμέ, Ἑβδ. (Ἔξ. ΚΒ΄, 29). 2) μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμένου, σπεύδων δὲ μὴ καθυστερεῖν τῆς ἐν Ρώμῃ καταστάσεως τῶν ὑπάτων, σπεύδων δὲ ἵνα μὴ φθάσῃ ἀργὰ διὰ τὴν ἐγκατάστασιν τῶν ὑπάτων, Πολύβ. 11. 33. 8· ὑπελείπετο καὶ καθυστέρει πάντων ὁ αὐτ. 5. 17, 7· τῆς ἐκτάξεως ὁ αὐτ. 10. 39, 5, πρβλ. Διόδ. 5. 53, Στράβ. 653· καθυστερῶ θανάτου, δὲν [[ἀποθνήσκω]], Ψευδο-Λουκ. ἐν Φιλοπάτριδι 16· καθ. πάσης τροφῆς, στερεῖσθαι, Ἑβδ. (Σειράχ, ΛΖ΄, 20). 3) ἀπολ., ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει, μὴ μένε [[ὀπίσω]], Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 396, πρβλ. Πολύβ. 5. 16, 5, κ. ἀλλ.
|lstext='''καθυστερέω''': [[μένω]] [[ὀπίσω]], καθυστερῶ, μετὰ γεν. προσώπ. καὶ πράγματ., καθ. τινος τῆς θεραπηΐης Ἱππ. 1277. 45· [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ.· πράγμ., Πολύβ. 24. 7, 5, κτλ.· μετὰ δοτ. τρόπου, καθ. πολὺ τῇ διώξει Πλουτ. Κράσσ. 29· οὕτω μετ’ αἰτ. πράγμ., ἀπαρχὰς ἅλωνος καὶ ληνοῦ σου οὐ καθυστερήσεις, δὲν θὰ παραλίπῃς νὰ προσενέγκῃς αὐτὰς εἰς ἐμέ, Ἑβδ. (Ἔξ. ΚΒ΄, 29). 2) μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμένου, σπεύδων δὲ μὴ καθυστερεῖν τῆς ἐν Ρώμῃ καταστάσεως τῶν ὑπάτων, σπεύδων δὲ ἵνα μὴ φθάσῃ ἀργὰ διὰ τὴν ἐγκατάστασιν τῶν ὑπάτων, Πολύβ. 11. 33. 8· ὑπελείπετο καὶ καθυστέρει πάντων ὁ αὐτ. 5. 17, 7· τῆς ἐκτάξεως ὁ αὐτ. 10. 39, 5, πρβλ. Διόδ. 5. 53, Στράβ. 653· καθυστερῶ θανάτου, δὲν [[ἀποθνήσκω]], Ψευδο-Λουκ. ἐν Φιλοπάτριδι 16· καθ. πάσης τροφῆς, στερεῖσθαι, Ἑβδ. (Σειράχ, ΛΖ΄, 20). 3) ἀπολ., ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει, μὴ μένε [[ὀπίσω]], Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 396, πρβλ. Πολύβ. 5. 16, 5, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />venir à la suite, être en retard <i>ou</i> en arrière de, gén. ; θανάτου [[οὐ]] καθ. LUC ne pas rester longtemps en arrière de la mort, n’être pas longtemps épargné par la mort ; avec un dat. : καθ. [[τῇ]] διώξει PLUT être en arrière pour la poursuite.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὑστερέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm