φειδωλός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)cf\. ([\p{Greek}\s]+) " to "cf. $1 ")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1260.png Seite 1260]] bei den Att. auch zweier Endgn, wie Lys. 1, 7, – schonend, [[sparsam]], karg; [[γλῶσσα]], wortkarg, Hes. O. 722; Ar. Nubb. 420 Plut. 237; Plat. Rep. VIII, 554 a u. öfter; χρημάτων 548 e; τεθραμμένος ἀπαιδεύτως καὶ φειδωλῶς 559 d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1260.png Seite 1260]] bei den Att. auch zweier Endgn, wie Lys. 1, 7, – schonend, [[sparsam]], karg; [[γλῶσσα]], wortkarg, Hes. O. 722; Ar. Nubb. 420 Plut. 237; Plat. Rep. VIII, 554 a u. öfter; χρημάτων 548 e; τεθραμμένος ἀπαιδεύτως καὶ φειδωλῶς 559 d.
}}
{{bailly
|btext=ή <i>ou</i> ός, όν :<br />économe, ménager : τὸ φειδωλόν parcimonie ; <i>en mauv. part</i> avare.<br />'''Étymologie:''' [[φείδομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φειδωλός''': -ή, -όν, καὶ ός, ὸν Ἀριστοφ. Νεφ. 420, Λυσίας 92. 23 (ἀλλὰ τοῦτο φαίνεται ἐφθαρμένον)· ― καὶ ὡς οὐσιαστικ., ὁ [[φιλάργυρος]], Ἀριστοφ. Πλ. 237· [[ἐκεῖνος]] ἧν [[φειδωλός]], ὃς ἐπὶ τοῦ βίου... τριχίδας ὠψώνησ’ [[ἅπαξ]] Εὔπολις ἐν «Κόλαξιν» 16, Πλάτ. Πολ. 554A, κ. ἀλλ.· φ. γαστὴρ Ἀριστοφ. Νεφ. 420· φ. [[γλῶσσα]], μὴ λαλοῦσα πολλά, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 718· ― μετὰ γεν., φ. χρημάτων Πλάτ. Πολ. 548B· [[ὡσαύτως]], φ. [[περί]] τι Εὐσ. παρὰ Στοβ. (ἐν ἐπιγρ.) 4. 104· ― τὸ φ. [[αὐτοῦ]] τῆς ψυχῆς Πλάτ. Πολ. 560C· τὸ φ. ἐν δαπάναις Πλουτ. Γάλβ. 3· θνητά τε καὶ φ. οἰκονομοῦσα, ἐπιδιώκουσα ἀσχολίας γηΐνας καὶ φιλαργύρους, Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 256E. ― Ἐπίρρ., τεθραμμένος... ἀπαιδεύτως τε καὶ φειδωλῶς ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 559D.
|lstext='''φειδωλός''': -ή, -όν, καὶ ός, ὸν Ἀριστοφ. Νεφ. 420, Λυσίας 92. 23 (ἀλλὰ τοῦτο φαίνεται ἐφθαρμένον)· ― καὶ ὡς οὐσιαστικ., ὁ [[φιλάργυρος]], Ἀριστοφ. Πλ. 237· [[ἐκεῖνος]] ἧν [[φειδωλός]], ὃς ἐπὶ τοῦ βίου... τριχίδας ὠψώνησ’ [[ἅπαξ]] Εὔπολις ἐν «Κόλαξιν» 16, Πλάτ. Πολ. 554A, κ. ἀλλ.· φ. γαστὴρ Ἀριστοφ. Νεφ. 420· φ. [[γλῶσσα]], μὴ λαλοῦσα πολλά, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 718· ― μετὰ γεν., φ. χρημάτων Πλάτ. Πολ. 548B· [[ὡσαύτως]], φ. [[περί]] τι Εὐσ. παρὰ Στοβ. (ἐν ἐπιγρ.) 4. 104· ― τὸ φ. [[αὐτοῦ]] τῆς ψυχῆς Πλάτ. Πολ. 560C· τὸ φ. ἐν δαπάναις Πλουτ. Γάλβ. 3· θνητά τε καὶ φ. οἰκονομοῦσα, ἐπιδιώκουσα ἀσχολίας γηΐνας καὶ φιλαργύρους, Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 256E. ― Ἐπίρρ., τεθραμμένος... ἀπαιδεύτως τε καὶ φειδωλῶς ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 559D.
}}
{{bailly
|btext=ή <i>ou</i> ός, όν :<br />économe, ménager : τὸ φειδωλόν parcimonie ; <i>en mauv. part</i> avare.<br />'''Étymologie:''' [[φείδομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml