3,277,700
edits
m (Text replacement - " ’" to "’") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0702.png Seite 702]] ἡ, die immergrüne Eiche, [[Steineiche]], ilex; Hes. O. 438; Ar. Ran. 858; Theocr. 5, 95; – auch die Stecheiche, ilex aquifolium; Theophr.; πρίνοιο ἀκάνθαις, Arat. Dios. 390; – u. die Scharlacheiche, welche die Scharlachbeeren, [[κόκκος]] trägt, Theophr.; dah. πρίνου [[ἄνθος]], die Scharlachfarbe, Plut. Thes. 17, aus Simonid. (wo vulg. πρινός als gen.) | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0702.png Seite 702]] ἡ, die immergrüne Eiche, [[Steineiche]], ilex; Hes. O. 438; Ar. Ran. 858; Theocr. 5, 95; – auch die Stecheiche, ilex aquifolium; Theophr.; πρίνοιο ἀκάνθαις, Arat. Dios. 390; – u. die Scharlacheiche, welche die Scharlachbeeren, [[κόκκος]] trägt, Theophr.; dah. πρίνου [[ἄνθος]], die Scharlachfarbe, Plut. Thes. 17, aus Simonid. (wo vulg. πρινός als gen.) | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ἡ, <i>qqf</i> ὁ)<br />chêne vert, yeuse, <i>arbre</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πρίω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρῖνος''': ἡ, [[ὡσαύτως]] ὁ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 859, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6· ἀμφότερα ὁ καὶ ἡ, παρὰ Θεοφρ.· ― ἡ ἀειθαλὴς [[δρῦς]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 434, Ἀριστοφ., ἔνθ’ ἀνωτ., Θεόκρ. 5. 95, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 16. 2) μικρόν τι [[εἶδος]] πρίνου μετὰ ἀκανθωδῶν φύλλων οὗ ὁ [[καρπὸς]] καλεῖται [[ἄκυλος]], Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6· ἐκ τῶν [[κόκκων]] τοῦ πρίνου ἐγίνετο βαφὴ ἐρυθρά, quercus coccifera, ἢ τὸν φοινικοῦν κόκκον φέρει Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 3· ἔτι καὶ νῦν καλεῖται πρινάρι ἐν Ἑλλάδι, ὅρα Sibthorp ἐν Walpole 2. σ. 237. ― Ἐν Σιμωνίδ. 23, ἔχομεν πρινὸς [[ἄνθος]], [[ὅπερ]] ἐὰν [[εἶναι]] ὀρθόν, θὰ [[εἶναι]] ἑτερόκλ. γεν. ὡς εἰ ἐξ ὀνομαστ. [[πρίν]]. [ῑ ἀείποτε· [[ἐντεῦθεν]] ἐν Ἡσ. ἔνθ’ ἀνωτέρω ὁ Schäfer διώρθωσε δρυὸς [[ἔλυμα]], [[γύης]] πρίνου, ἀντὶ πρίνου τε [[γύης]]· ἐν Ἀνθ. Π. 9. 312 ἢ πρῖνον ἢ τάν..., ἡ γραφὴ [[εἶναι]] ἐφθαρμένη]. | |lstext='''πρῖνος''': ἡ, [[ὡσαύτως]] ὁ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 859, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6· ἀμφότερα ὁ καὶ ἡ, παρὰ Θεοφρ.· ― ἡ ἀειθαλὴς [[δρῦς]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 434, Ἀριστοφ., ἔνθ’ ἀνωτ., Θεόκρ. 5. 95, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 16. 2) μικρόν τι [[εἶδος]] πρίνου μετὰ ἀκανθωδῶν φύλλων οὗ ὁ [[καρπὸς]] καλεῖται [[ἄκυλος]], Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6· ἐκ τῶν [[κόκκων]] τοῦ πρίνου ἐγίνετο βαφὴ ἐρυθρά, quercus coccifera, ἢ τὸν φοινικοῦν κόκκον φέρει Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 3· ἔτι καὶ νῦν καλεῖται πρινάρι ἐν Ἑλλάδι, ὅρα Sibthorp ἐν Walpole 2. σ. 237. ― Ἐν Σιμωνίδ. 23, ἔχομεν πρινὸς [[ἄνθος]], [[ὅπερ]] ἐὰν [[εἶναι]] ὀρθόν, θὰ [[εἶναι]] ἑτερόκλ. γεν. ὡς εἰ ἐξ ὀνομαστ. [[πρίν]]. [ῑ ἀείποτε· [[ἐντεῦθεν]] ἐν Ἡσ. ἔνθ’ ἀνωτέρω ὁ Schäfer διώρθωσε δρυὸς [[ἔλυμα]], [[γύης]] πρίνου, ἀντὶ πρίνου τε [[γύης]]· ἐν Ἀνθ. Π. 9. 312 ἢ πρῖνον ἢ τάν..., ἡ γραφὴ [[εἶναι]] ἐφθαρμένη]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |