στίξ: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "s’" to "s'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0944.png Seite 944]] ἡ, im nom. ungebräuchlich, s. [[στίχος]], kommt nur vor im gen.) [[στιχός]], im nom. u. acc. plur. [[στίχες]], στίχας, die [[Reihe]], bes. von Kriegern, [[Schlachtreihe]], [[das Glied]] in der Schlachtordnung; στιχὸς [[εἶμι]] [[διαμπερές]], die Schlachtordnung, Il. 20, 362; singul. nur noch 16, 173; κρατεραὶ [[στίχες]] ἀσπ ιστάων, 4, 90; oft [[στίχες]] ἀνδρῶν, wie Hes. So. 170, gew. vom Fußvolk; doch auch [[στίχες]] ἡρώων τε καὶ ἵππων, Il. 20, 326; κατὰ στίχας, nach Reihen, reihenweise, 3, 326; auch ἐπὶ στίχας, 18, 602; Pind. ποτὶ [[δυσμενέων]] ἀνδρῶν στίχας, N. 9, 38; auch ἀνέμων, die Reihenfolge, Ordnung, P. 4, 210, wie ἐπέων ib. 57; τάσσοντα πολεμίων στίχας, Eur. Heracl. 676, u. öfter, wie Aesch. Spt. 907; [[στίχες]] λαῶν, Ar. Equitt. 163; sp. D., τὰ δ' ἐπὶ στίχας ἤγαγεν [[αἰών]], in Ordnung bringen, Ap. Rh. 4, 680. Vgl. das in Prosa üblichere [[στίχος]] und [[στοῖχος]]. Es ist verwandt mit [[στείχω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0944.png Seite 944]] ἡ, im nom. ungebräuchlich, s. [[στίχος]], kommt nur vor im gen.) [[στιχός]], im nom. u. acc. plur. [[στίχες]], στίχας, die [[Reihe]], bes. von Kriegern, [[Schlachtreihe]], [[das Glied]] in der Schlachtordnung; στιχὸς [[εἶμι]] [[διαμπερές]], die Schlachtordnung, Il. 20, 362; singul. nur noch 16, 173; κρατεραὶ [[στίχες]] ἀσπ ιστάων, 4, 90; oft [[στίχες]] ἀνδρῶν, wie Hes. So. 170, gew. vom Fußvolk; doch auch [[στίχες]] ἡρώων τε καὶ ἵππων, Il. 20, 326; κατὰ στίχας, nach Reihen, reihenweise, 3, 326; auch ἐπὶ στίχας, 18, 602; Pind. ποτὶ [[δυσμενέων]] ἀνδρῶν στίχας, N. 9, 38; auch ἀνέμων, die Reihenfolge, Ordnung, P. 4, 210, wie ἐπέων ib. 57; τάσσοντα πολεμίων στίχας, Eur. Heracl. 676, u. öfter, wie Aesch. Spt. 907; [[στίχες]] λαῶν, Ar. Equitt. 163; sp. D., τὰ δ' ἐπὶ στίχας ἤγαγεν [[αἰών]], in Ordnung bringen, Ap. Rh. 4, 680. Vgl. das in Prosa üblichere [[στίχος]] und [[στοῖχος]]. Es ist verwandt mit [[στείχω]].
}}
{{bailly
|btext=[[στιχός]] (ἡ) :<br />rang, rangée, <i>particul.</i> rangée de combattants : κατὰ στίχας IL, ἐπὶ στίχας IL en rangs, par rangées ; <i>ttf.</i> κατὰ στίχας IL à travers les rangs.<br />'''Étymologie:''' R. Στιχ, aligner ; v. [[στείχω]], cf. [[στίχος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στίξ''': ἡ, [[λέξις]] ἐν χρήσει μόνον ἐν τῇ γεν. στιχὸς Ἰλ., αἰτ. στίχα Σιμωνίδ. 136· καὶ ἐν τῇ ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. [[στίχες]], στίχας· - αἱ λοιπαὶ πτώσεις παραλαμβάνονται ἐκ τοῦ [[στίχος]], [[ὅπερ]] ἐν πάσῃ πτώσει [[εἶναι]] ὁ συνηθέστατος [[τύπος]] παρὰ τοῖς πεζογράφοις, (ἴδε ἐν λέξ. [[στείχω]])· - [[σειρά]], [[γραμμή]], [[μάλιστα]] στρατιωτῶν, τῆς μὲν ἰῆς στιχὸς ἦρχε Μενέσθιος Ἰλ. Π. 173· στιχὸς [[εἶμι]] διαμπερὲς Υ. 362, πρβλ. Σιμωνίδ. ἔνθ’ ἀνωτ., - ἀλλαχοῦ ἐν τῷ πληθ., [[στίχος]] ἀνδρῶν, Τρώων, Δαναῶν Ἰλ.· ἀσπιστάων Ἰλ. Π. 173· [[οὕτως]], Ἀσπ. Ἡρ. 170· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ πεζῶν, ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], στ. ἡρώων τε καὶ ἵππων Ἰλ. Υ. 326· - κατὰ στίχας, κατὰ σειρὰς ἢ γραμμάς, ἵζοντο κατὰ στ. Γ. 326· [[ἀλλά]], ἦλθε κατὰ στ., διὰ μέσου τῶν τάξεων, Π. 820, πρβλ. Ε. 590, Λ. 91· ἐπὶ ὀρχηστῶν, θρέξασκον ἐπὶ στίχας ἀλλήλοισιν Σ. 602· - [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἀττικ. ποιηταῖς, [[στίχες]] ξένων Αἰσχύλ. Θήβ. 925· πολεμίων, Καδμείων Εὐρ. Ἡρακλ. 676, Ἱκέτ. 669· τῶν λαῶν Ἀριστοφ. Ἱππ. 163· συῶν καὶ λεόντων Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 170· γεάνων Ἄρατ. 1031. 2) μεταφ., ἀνέμων [[στίχες]] Πινδ. Π. 4. 373· ἐπέων [[στίχες]], στίχοι, [[στροφαί]], Πινδ. Π. 100· μεταγεν., νήσων στ. Διον. Π. 514· βίβλων Ἀνθ. Π. 7. 56. - Πρβλ. [[στίχος]], [[στοῖχος]], [[στόχος]].
|lstext='''στίξ''': ἡ, [[λέξις]] ἐν χρήσει μόνον ἐν τῇ γεν. στιχὸς Ἰλ., αἰτ. στίχα Σιμωνίδ. 136· καὶ ἐν τῇ ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. [[στίχες]], στίχας· - αἱ λοιπαὶ πτώσεις παραλαμβάνονται ἐκ τοῦ [[στίχος]], [[ὅπερ]] ἐν πάσῃ πτώσει [[εἶναι]] ὁ συνηθέστατος [[τύπος]] παρὰ τοῖς πεζογράφοις, (ἴδε ἐν λέξ. [[στείχω]])· - [[σειρά]], [[γραμμή]], [[μάλιστα]] στρατιωτῶν, τῆς μὲν ἰῆς στιχὸς ἦρχε Μενέσθιος Ἰλ. Π. 173· στιχὸς [[εἶμι]] διαμπερὲς Υ. 362, πρβλ. Σιμωνίδ. ἔνθ’ ἀνωτ., - ἀλλαχοῦ ἐν τῷ πληθ., [[στίχος]] ἀνδρῶν, Τρώων, Δαναῶν Ἰλ.· ἀσπιστάων Ἰλ. Π. 173· [[οὕτως]], Ἀσπ. Ἡρ. 170· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ πεζῶν, ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], στ. ἡρώων τε καὶ ἵππων Ἰλ. Υ. 326· - κατὰ στίχας, κατὰ σειρὰς ἢ γραμμάς, ἵζοντο κατὰ στ. Γ. 326· [[ἀλλά]], ἦλθε κατὰ στ., διὰ μέσου τῶν τάξεων, Π. 820, πρβλ. Ε. 590, Λ. 91· ἐπὶ ὀρχηστῶν, θρέξασκον ἐπὶ στίχας ἀλλήλοισιν Σ. 602· - [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἀττικ. ποιηταῖς, [[στίχες]] ξένων Αἰσχύλ. Θήβ. 925· πολεμίων, Καδμείων Εὐρ. Ἡρακλ. 676, Ἱκέτ. 669· τῶν λαῶν Ἀριστοφ. Ἱππ. 163· συῶν καὶ λεόντων Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 170· γεάνων Ἄρατ. 1031. 2) μεταφ., ἀνέμων [[στίχες]] Πινδ. Π. 4. 373· ἐπέων [[στίχες]], στίχοι, [[στροφαί]], Πινδ. Π. 100· μεταγεν., νήσων στ. Διον. Π. 514· βίβλων Ἀνθ. Π. 7. 56. - Πρβλ. [[στίχος]], [[στοῖχος]], [[στόχος]].
}}
{{bailly
|btext=[[στιχός]] (ἡ) :<br />rang, rangée, <i>particul.</i> rangée de combattants : κατὰ στίχας IL, ἐπὶ στίχας IL en rangs, par rangées ; <i>ttf.</i> κατὰ στίχας IL à travers les rangs.<br />'''Étymologie:''' R. Στιχ, aligner ; v. [[στείχω]], cf. [[στίχος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth