πελώριος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0552.png Seite 552]] = [[πέλωρος]], <b class="b2">ungeheuer, ungeheuergroß, riesenhaft</b>, gew. mit dem Nebenbegriffe des Furchtbaren; bei Hom. von Göttern u. Menschen; [[Ἀΐδης]], [[Ἄρης]], Il. 5, 395. 7, 208; Aias, 3, 229; Hektor, 11, 810; Achilleus, 21, 527, u. A.; aber auch von leblosen Dingen, [[ἔγχος]], Il. 5, 594. 8, 124, [[λᾶας]], Od. 11, 594, τεύχεα, Il. 10, 439, κύματα, Od. 3, 290; auch 2 Endg., πελώριον ἅρπην, Hes. Th. 179; [[ἀνήρ]], Pind. Ol. 7, 15; [[κλέος]], Ol. 11, 22; [[ἔργον]], P. 6, 41; τὰ πρὶν δὲ πελώρια νῦν ἀϊστοῖ, Aesch. Prom. 151, das früher Gewaltige, was sonst gültig war; γᾶς πελώριον [[τέρας]], Eur. I. T. 1248, von dem Drachen Python; πελώριον [[πρᾶγμα]], Ar. Av. 321; sp. D., πελωρίη [[πεύκη]] Ap. Rh. 4, 1682, ἅζετο δ' [[οὔτε]] Ζῆνα πελώριον, den großen, gewaltigen Zeus, Qu. Sm. 11, 273; dah. τὰ πελώρια, sc. [[ἱερά]], das dem Zeus gefeierte große Erntefest in Thessalien, Ath. XIV, 639 e ff.; selten in Prosa, γίγαντες, Plut. de Alex. tort. 2, 10, πελωρίοις καὶ ἀγριωτάτοις ζῴοις Ath. III, 84 f. – Adv., Orac. Sib.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0552.png Seite 552]] = [[πέλωρος]], <b class="b2">ungeheuer, ungeheuergroß, riesenhaft</b>, gew. mit dem Nebenbegriffe des Furchtbaren; bei Hom. von Göttern u. Menschen; [[Ἀΐδης]], [[Ἄρης]], Il. 5, 395. 7, 208; Aias, 3, 229; Hektor, 11, 810; Achilleus, 21, 527, u. A.; aber auch von leblosen Dingen, [[ἔγχος]], Il. 5, 594. 8, 124, [[λᾶας]], Od. 11, 594, τεύχεα, Il. 10, 439, κύματα, Od. 3, 290; auch 2 Endg., πελώριον ἅρπην, Hes. Th. 179; [[ἀνήρ]], Pind. Ol. 7, 15; [[κλέος]], Ol. 11, 22; [[ἔργον]], P. 6, 41; τὰ πρὶν δὲ πελώρια νῦν ἀϊστοῖ, Aesch. Prom. 151, das früher Gewaltige, was sonst gültig war; γᾶς πελώριον [[τέρας]], Eur. I. T. 1248, von dem Drachen Python; πελώριον [[πρᾶγμα]], Ar. Av. 321; sp. D., πελωρίη [[πεύκη]] Ap. Rh. 4, 1682, ἅζετο δ' [[οὔτε]] Ζῆνα πελώριον, den großen, gewaltigen Zeus, Qu. Sm. 11, 273; dah. τὰ πελώρια, sc. [[ἱερά]], das dem Zeus gefeierte große Erntefest in Thessalien, Ath. XIV, 639 e ff.; selten in Prosa, γίγαντες, Plut. de Alex. tort. 2, 10, πελωρίοις καὶ ἀγριωτάτοις ζῴοις Ath. III, 84 f. – Adv., Orac. Sib.
}}
{{bailly
|btext=α, <i>poét.</i> ος, ον :<br />d'une grosseur énorme ; extraordinaire, prodigieux, monstrueux, effrayant : τὰ πελώρια ESCHL ce qui est grand <i>ou</i> puissant.<br />'''Étymologie:''' [[πέλωρ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πελώριος''': -ον, θηλ. -ιος Ἡσ. Θ. 179, Χρησμ. Σιβ. 1. 375, -ίη, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1682 (παρ’ Ὁμ. δὲν ὑπάρχει θηλ.)· - ὡς τὸ [[πέλωρος]], συχν. παρ’ Ὁμ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ θεῶν, ὡς [[Ἀΐδης]], Ἄρης Ἰλ. Ε. 395, Η. 208· [[Ὠρίων]], Πολύφημος Ὀδ. Λ. 572, Ι. 187· ἐπὶ ἡρώων, ὡς [[Αἴας]], Ἕκτωρ, Ἀχιλλεὺς Ἰλ. Γ. 229, Λ. 820, Φ. 527· [[ἀνήρ]] π. Γ. 166, Πινδ. Ο. 7. 26· - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, [[ἔγχος]], τεύχεα Ἰλ. Θ. 424, Κ. 439· [[λᾶας]] Ὀδ. Λ. 594· κύματα Γ. 290, κτλ.· ἅρπη Ἡσ. Φ. 179· [[κλέος]] Πινδ. Ο. 10 (11). 25· σπανίως παρὰ Τραγ., γᾶς π. [[τέρας]], ἐπὶ δράκοντος, Εὐρ. Ι. Τ. 1248 (λυρ.)· τὰ πρὶν πελώρια, τὰ ἰσχυρὰ πράγματα, ἢ οἱ ἰσχυροὶ, οἱ [[πάλαι]], Αἰσχύλ. Πρ. 151 (λυρ.)· καὶ ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κομικοῖς ἢ τοῖς πεζογράφοις μόνον εἰς χωρία πομπώδη ἢ ἐκφράζοντα [[πάθος]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 321, Ἀριστ. Ρητ. 3. 7, 11, Ἀθήν. 84Ε. - Σημαίνει δέ, [[τερατώδης]] τὸ [[μέγεθος]], [[ὑπερμεγέθης]], θεόρατος, [[φοβερός]]. 2) τὰ πελώρια (ἐξυπ. [[ἱερά]]), ἡ [[μεγάλη]] ἑορτὴ τοῦ θερισμοῦ, ἑορταζομένη εἰς τιμὴν τοῦ Διὸς ἐν Θεσσαλίᾳ, Βάτων παρ’ Ἀθην. 639Ε κἑξ.· καὶ αὐτὸς ὁ [[Ζεύς|Ζεὺς]] καλεῖται Πελώριος, Κόϊντ. Σμ. 11. 273.
|lstext='''πελώριος''': -ον, θηλ. -ιος Ἡσ. Θ. 179, Χρησμ. Σιβ. 1. 375, -ίη, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1682 (παρ’ Ὁμ. δὲν ὑπάρχει θηλ.)· - ὡς τὸ [[πέλωρος]], συχν. παρ’ Ὁμ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ θεῶν, ὡς [[Ἀΐδης]], Ἄρης Ἰλ. Ε. 395, Η. 208· [[Ὠρίων]], Πολύφημος Ὀδ. Λ. 572, Ι. 187· ἐπὶ ἡρώων, ὡς [[Αἴας]], Ἕκτωρ, Ἀχιλλεὺς Ἰλ. Γ. 229, Λ. 820, Φ. 527· [[ἀνήρ]] π. Γ. 166, Πινδ. Ο. 7. 26· - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, [[ἔγχος]], τεύχεα Ἰλ. Θ. 424, Κ. 439· [[λᾶας]] Ὀδ. Λ. 594· κύματα Γ. 290, κτλ.· ἅρπη Ἡσ. Φ. 179· [[κλέος]] Πινδ. Ο. 10 (11). 25· σπανίως παρὰ Τραγ., γᾶς π. [[τέρας]], ἐπὶ δράκοντος, Εὐρ. Ι. Τ. 1248 (λυρ.)· τὰ πρὶν πελώρια, τὰ ἰσχυρὰ πράγματα, ἢ οἱ ἰσχυροὶ, οἱ [[πάλαι]], Αἰσχύλ. Πρ. 151 (λυρ.)· καὶ ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κομικοῖς ἢ τοῖς πεζογράφοις μόνον εἰς χωρία πομπώδη ἢ ἐκφράζοντα [[πάθος]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 321, Ἀριστ. Ρητ. 3. 7, 11, Ἀθήν. 84Ε. - Σημαίνει δέ, [[τερατώδης]] τὸ [[μέγεθος]], [[ὑπερμεγέθης]], θεόρατος, [[φοβερός]]. 2) τὰ πελώρια (ἐξυπ. [[ἱερά]]), ἡ [[μεγάλη]] ἑορτὴ τοῦ θερισμοῦ, ἑορταζομένη εἰς τιμὴν τοῦ Διὸς ἐν Θεσσαλίᾳ, Βάτων παρ’ Ἀθην. 639Ε κἑξ.· καὶ αὐτὸς ὁ [[Ζεύς|Ζεὺς]] καλεῖται Πελώριος, Κόϊντ. Σμ. 11. 273.
}}
{{bailly
|btext=α, <i>poét.</i> ος, ον :<br />d'une grosseur énorme ; extraordinaire, prodigieux, monstrueux, effrayant : τὰ πελώρια ESCHL ce qui est grand <i>ou</i> puissant.<br />'''Étymologie:''' [[πέλωρ]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth