Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πενταμερής: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0556.png Seite 556]] ές, fünftheilig, Strab. 3, 4, 19.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0556.png Seite 556]] ές, fünftheilig, Strab. 3, 4, 19.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />composé de cinq parties.<br />'''Étymologie:''' [[πέντε]], [[μέρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πενταμερής''': -ές, ὁ εἰς [[πέντε]] μέρη διῃρημένος, ἄλλοι δὲ πενταμερῆ λέγουσι (τὴν χώραν) Στράβ. 165· - πενταμερῶς, Ἐπίρρ. 3, 48(55).
|lstext='''πενταμερής''': -ές, ὁ εἰς [[πέντε]] μέρη διῃρημένος, ἄλλοι δὲ πενταμερῆ λέγουσι (τὴν χώραν) Στράβ. 165· - πενταμερῶς, Ἐπίρρ. 3, 48(55).
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />composé de cinq parties.<br />'''Étymologie:''' [[πέντε]], [[μέρος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντᾰμερής Medium diacritics: πενταμερής Low diacritics: πενταμερής Capitals: ΠΕΝΤΑΜΕΡΗΣ
Transliteration A: pentamerḗs Transliteration B: pentamerēs Transliteration C: pentameris Beta Code: pentamerh/s

English (LSJ)

ές, consisting of five parts, χώρα Str.3.4.19, cf. Diom. p.498 K. Adv. -ρῶς, φύλλα π. ἐπεσχισμένα Dsc.3.48.

German (Pape)

[Seite 556] ές, fünftheilig, Strab. 3, 4, 19.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
composé de cinq parties.
Étymologie: πέντε, μέρος.

Greek (Liddell-Scott)

πενταμερής: -ές, ὁ εἰς πέντε μέρη διῃρημένος, ἄλλοι δὲ πενταμερῆ λέγουσι (τὴν χώραν) Στράβ. 165· - πενταμερῶς, Ἐπίρρ. 3, 48(55).

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που σύγκειται από πέντε μέρη
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πενταμερής
βιολ. ονομασία ενός άνθους, ενός αστερία ή κάθε άλλου οργάνου ή οργανισμού με ακτινωτή συμμετρία της τάξης 5, όπου κάθε σύνολο αποτελείται από 5, ή πολλαπλάσιά του, ομοειδή στοιχεία.
επίρρ...
πενταμερώς / πενταμερῶς, ΝΑ
σε πέντε μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -μερής (< μέρος), πρβλ. εξα-μερής].

Greek Monotonic

πεντᾰμερής: -ές (μέρος), αυτός που αποτελείται από πέντε μέρη, σε Στράβ.

Middle Liddell

πεντᾰ-μερής, ές μέρος
in five parts, Strab.