3,274,873
edits
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1350.png Seite 1350]] (auch χέρνης accentuirt, wogegen Arcad. p. 97, 7 spricht), ῆτος, ὁ, der Arme, Dürftige, der von seiner Hände Arbeit lebt, der Taglöhner; auch adj., ἐν χερνῆσι δόμοις [[ναίω]] Eur. El. 205; χερνῆτα βίον ἔσχον Archi. 11 (VI, 39). – Nach Aristot. pol. 3, 4,12 auf [[χείρ]] zurückzuführen, doch scheint [[χῆρος]], [[χηρεύω]], careo nahe zu liegen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1350.png Seite 1350]] (auch χέρνης accentuirt, wogegen Arcad. p. 97, 7 spricht), ῆτος, ὁ, der Arme, Dürftige, der von seiner Hände Arbeit lebt, der Taglöhner; auch adj., ἐν χερνῆσι δόμοις [[ναίω]] Eur. El. 205; χερνῆτα βίον ἔσχον Archi. 11 (VI, 39). – Nach Aristot. pol. 3, 4,12 auf [[χείρ]] zurückzuführen, doch scheint [[χῆρος]], [[χηρεύω]], careo nahe zu liegen. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆτος;<br /><i>adj. m.</i><br />qui vit du travail de ses mains ; pauvre, misérable.<br />'''Étymologie:''' [[χείρ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χερνής''': ῆτος, Δωρ. χερνάς, ᾶτος, ὁ, ὁ διὰ τῆς ἐργασίας τῶν ἰδίων του χειρῶν ζῶν, [[ἐργάτης]], ἄπορος [[ἄνθρωπος]], ὡς τὸ [[πένης]], Ἀνθ. Παλατ. 7. 709. 2) ὡς ἐπίθ., [[ἐνδεής]], [[πτωχικός]], ἐν δόμοις χερνῆσι Εὐρ. Ἠλ. 205 χερνῆτα βίον Ἀνθ. Παλατ. 6. 39. - Τὴν λέξιν γράφει παροξύτονον μὲν (χέρνης) ὁ Ἡσύχ. ([[ἔνθα]] νῦν χερνὴς) κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ [[πλάνης]], [[ὀξύτονον]] δὲ (χερνὴς) ὁ Ἀρκάδ. 96, κατ’ ἐγγυτέραν ἀναλογίαν πρὸς τὸ [[γυμνής]]· καὶ ὁ τονισμὸς [[οὗτος]] βεβαιοῦται ἐκ τοῦ θηλ. τύπου χερνῆσσα μνημονευομένου ὑπὸ τοῦ Ἀρκαδ. ([[Κατὰ]] τὸν Ἡσύχ. ἐκ τοῦ χέρνα, [[πενία]], [[ὅπερ]] συγγενὲς τῷ [[χῆρος]], [[χηρεύω]], careo· ἀλλὰ κατὰ τὸν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 4, 12, ὁ ἀπὸ τῶν χειρῶν ζῶν). | |lstext='''χερνής''': ῆτος, Δωρ. χερνάς, ᾶτος, ὁ, ὁ διὰ τῆς ἐργασίας τῶν ἰδίων του χειρῶν ζῶν, [[ἐργάτης]], ἄπορος [[ἄνθρωπος]], ὡς τὸ [[πένης]], Ἀνθ. Παλατ. 7. 709. 2) ὡς ἐπίθ., [[ἐνδεής]], [[πτωχικός]], ἐν δόμοις χερνῆσι Εὐρ. Ἠλ. 205 χερνῆτα βίον Ἀνθ. Παλατ. 6. 39. - Τὴν λέξιν γράφει παροξύτονον μὲν (χέρνης) ὁ Ἡσύχ. ([[ἔνθα]] νῦν χερνὴς) κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ [[πλάνης]], [[ὀξύτονον]] δὲ (χερνὴς) ὁ Ἀρκάδ. 96, κατ’ ἐγγυτέραν ἀναλογίαν πρὸς τὸ [[γυμνής]]· καὶ ὁ τονισμὸς [[οὗτος]] βεβαιοῦται ἐκ τοῦ θηλ. τύπου χερνῆσσα μνημονευομένου ὑπὸ τοῦ Ἀρκαδ. ([[Κατὰ]] τὸν Ἡσύχ. ἐκ τοῦ χέρνα, [[πενία]], [[ὅπερ]] συγγενὲς τῷ [[χῆρος]], [[χηρεύω]], careo· ἀλλὰ κατὰ τὸν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 4, 12, ὁ ἀπὸ τῶν χειρῶν ζῶν). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |