λειμώνιος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0023.png Seite 23]] von der Wiese, zur Wiese gehörig; δρόσοι, der Wiesenthau, Aesch. Ag. 546; [[ποία]], Soph. Ai. 597; φύλλα, Theocr. 18, 39. Auch in Prosa, Arist. H. A. 5, 27; Theophr. u. Sp., καὶ [[ἕλειος]] [[βοτάνη]] D. Hal. 1, 37.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0023.png Seite 23]] von der Wiese, zur Wiese gehörig; δρόσοι, der Wiesenthau, Aesch. Ag. 546; [[ποία]], Soph. Ai. 597; φύλλα, Theocr. 18, 39. Auch in Prosa, Arist. H. A. 5, 27; Theophr. u. Sp., καὶ [[ἕλειος]] [[βοτάνη]] D. Hal. 1, 37.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de prairie.<br />'''Étymologie:''' [[λειμών]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λειμώνιος''': -α, -ον, (λειμὼν) ἀνήκων εἰς λειμῶνα, ἐκ λειμῶνος, Λατ. pratensis, κἀπὸ γῆς λ. δρόσοι Αἰσχύλ. Ἀγ. 560· ἄνθεα ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 313· φύλλα Θεόκρ. 18. 39· - ἐν Σοφ. Αἴ. 601, ἀντὶ τῆς ἐφθαρμένης γραφῆς τῶν Ἀντιγράφων, Ἰδαῖαι μίμνων λειμωνίᾳ ποίᾳ, ἥτις [[εἶναι]] [[ἐναντίον]] τοῦ μέτρου καὶ [[ἄνευ]] ἐννοίας τινός, διάφοροι διορθώσεις ἔχουσιν ὑποδειχθῆ, ἀλλ’ οὐδεμία αὐτῶν ἱκανοποιεῖ, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ· ἀράχναι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 27, 3· [[ἀνεμώνη]] ἡ λ. = [[λειμώνιον]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 3.
|lstext='''λειμώνιος''': -α, -ον, (λειμὼν) ἀνήκων εἰς λειμῶνα, ἐκ λειμῶνος, Λατ. pratensis, κἀπὸ γῆς λ. δρόσοι Αἰσχύλ. Ἀγ. 560· ἄνθεα ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 313· φύλλα Θεόκρ. 18. 39· - ἐν Σοφ. Αἴ. 601, ἀντὶ τῆς ἐφθαρμένης γραφῆς τῶν Ἀντιγράφων, Ἰδαῖαι μίμνων λειμωνίᾳ ποίᾳ, ἥτις [[εἶναι]] [[ἐναντίον]] τοῦ μέτρου καὶ [[ἄνευ]] ἐννοίας τινός, διάφοροι διορθώσεις ἔχουσιν ὑποδειχθῆ, ἀλλ’ οὐδεμία αὐτῶν ἱκανοποιεῖ, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ· ἀράχναι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 27, 3· [[ἀνεμώνη]] ἡ λ. = [[λειμώνιον]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 3.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de prairie.<br />'''Étymologie:''' [[λειμών]].
}}
}}
{{grml
{{grml