λιβανωτίς: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0042.png Seite 42]] ίδος, ἡ, 1) Rosmarin, wegen seines dem Weihrauch, [[λιβανωτός]], ähnlichen Duftes, Theophr., Diosc. – 2) λιβανωτὶς [[καχρυφόρος]] oder καχρυόεσσα, eine ebenso duftende Doldenpflanze, Nic. Th. 850. – 3) = [[λιβανωτρίς]], w. m. s.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0042.png Seite 42]] ίδος, ἡ, 1) Rosmarin, wegen seines dem Weihrauch, [[λιβανωτός]], ähnlichen Duftes, Theophr., Diosc. – 2) λιβανωτὶς [[καχρυφόρος]] oder καχρυόεσσα, eine ebenso duftende Doldenpflanze, Nic. Th. 850. – 3) = [[λιβανωτρίς]], w. m. s.
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>I.</b> <i>n. de plantes</i> :<br /><b>1</b> romarin;<br /><b>2</b> libanotis, <i>plante ombellifère</i>;<br /><b>II.</b> v. [[λιβανωτρίς]].<br />'''Étymologie:''' [[λιβανωτός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐβᾰνωτίς''': -ίδος, ἡ, φυτὸν ἀρωματικόν, τὸ «δενδρολίβανον», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 10· ἀλλὰ λιβανωτὶς [[καχρυφόρος]] ἢ καχρυόεσσα, ἕτερον φυτὸν ἔχον ἐξωτερικὴν ὁμοιότητα πρὸς τὸ [[μάραθον]], Νικ. Θηρ. 850· ― ἀμφότερα δὲ καλοῦνται [[οὕτως]] ὡς ἐκ τῆς ὀσμῆς ἢ εὐωδίας αὐτῶν. Πρβλ. [[λιβανωτρίς]].
|lstext='''λῐβᾰνωτίς''': -ίδος, ἡ, φυτὸν ἀρωματικόν, τὸ «δενδρολίβανον», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 10· ἀλλὰ λιβανωτὶς [[καχρυφόρος]] ἢ καχρυόεσσα, ἕτερον φυτὸν ἔχον ἐξωτερικὴν ὁμοιότητα πρὸς τὸ [[μάραθον]], Νικ. Θηρ. 850· ― ἀμφότερα δὲ καλοῦνται [[οὕτως]] ὡς ἐκ τῆς ὀσμῆς ἢ εὐωδίας αὐτῶν. Πρβλ. [[λιβανωτρίς]].
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>I.</b> <i>n. de plantes</i> :<br /><b>1</b> romarin;<br /><b>2</b> libanotis, <i>plante ombellifère</i>;<br /><b>II.</b> v. [[λιβανωτρίς]].<br />'''Étymologie:''' [[λιβανωτός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιβανωτίς]], -[[ίδος]], η (Α) [[λιβανωτός]]<br /><b>1.</b> διάφορα είδη λιβάνου (α. «λιβανωτὶς [[κάρπιμος]]<br />το [[φυτό]] λεκακία η κρητική, Θεόφρ. β. «λιβανωτὶς ([[κάρπιμος]]) ἑτέρα» — το [[φυτό]] [[νάρθηξ]] η [[ναρθηκία]], <b>Διοσκ.</b><br />γ. «λιβανωτὶς [[ἄκαρπος]]» — το [[φυτό]] δενδρολίβανο το φαρμακευτικό, <b>Διοσκ.</b><br />δ. «λιβανωτὶς [[καχρυφόρος]]», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[κόνυζα]] η [[λεπτόφυλλος]]<br /><b>3.</b> το [[μαρούλι]]<br /><b>4.</b> η [[λιβανωτρίς]].
|mltxt=[[λιβανωτίς]], -[[ίδος]], η (Α) [[λιβανωτός]]<br /><b>1.</b> διάφορα είδη λιβάνου (α. «λιβανωτὶς [[κάρπιμος]]<br />το [[φυτό]] λεκακία η κρητική, Θεόφρ. β. «λιβανωτὶς ([[κάρπιμος]]) ἑτέρα» — το [[φυτό]] [[νάρθηξ]] η [[ναρθηκία]], <b>Διοσκ.</b><br />γ. «λιβανωτὶς [[ἄκαρπος]]» — το [[φυτό]] δενδρολίβανο το φαρμακευτικό, <b>Διοσκ.</b><br />δ. «λιβανωτὶς [[καχρυφόρος]]», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[κόνυζα]] η [[λεπτόφυλλος]]<br /><b>3.</b> το [[μαρούλι]]<br /><b>4.</b> η [[λιβανωτρίς]].
}}
}}