Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐεπίθετος: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1065.png Seite 1065]] leicht anzugreifen, εὐεπίθετον ἦν [[ἐνταῦθα]] τοῖς πολεμίοις Xen. An. 3, 4, 20, wie [[εὐεπίθετος]] ἡμῖν εἴη, für uns leicht anzugreifen, Thuc. 6, 34; μάλ' εὐεπ. πρὸς τὰς τῶν πολλῶν δόξας Plat. Polit. 306 a; Sp., wie τόποι Pol. 4, 19, 12; auch adv.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1065.png Seite 1065]] leicht anzugreifen, εὐεπίθετον ἦν [[ἐνταῦθα]] τοῖς πολεμίοις Xen. An. 3, 4, 20, wie [[εὐεπίθετος]] ἡμῖν εἴη, für uns leicht anzugreifen, Thuc. 6, 34; μάλ' εὐεπ. πρὸς τὰς τῶν πολλῶν δόξας Plat. Polit. 306 a; Sp., wie τόποι Pol. 4, 19, 12; auch adv.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à envahir, à attaquer.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἐπιτίθημι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐεπίθετος''': -ον, εὐπρόσβλητος, καθ’ οὗ ἐυκόλως δύναταί τις νὰ ἐπιτεθῇ, [[εὐεπίθετος]] ἡμῖν εἴη Θουκ. 6. 34· εὐεπίθετον ἦν [[ἐνταῦθα]] τοῖς πολεμίοις, καὶ [[τότε]] (τὸ [[στράτευμα]]) ἐγένετο εὐπρόσβλητον εἰς τοὺς πολεμίους, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 20· εὐ. ὁ μεθύων Ἀριστ. Πολιτικ. 306Α: - Ἐπίρρ., εὐεπιθέτως ἔχειν [[Αἰνείας]] Τακτ. 23.
|lstext='''εὐεπίθετος''': -ον, εὐπρόσβλητος, καθ’ οὗ ἐυκόλως δύναταί τις νὰ ἐπιτεθῇ, [[εὐεπίθετος]] ἡμῖν εἴη Θουκ. 6. 34· εὐεπίθετον ἦν [[ἐνταῦθα]] τοῖς πολεμίοις, καὶ [[τότε]] (τὸ [[στράτευμα]]) ἐγένετο εὐπρόσβλητον εἰς τοὺς πολεμίους, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 20· εὐ. ὁ μεθύων Ἀριστ. Πολιτικ. 306Α: - Ἐπίρρ., εὐεπιθέτως ἔχειν [[Αἰνείας]] Τακτ. 23.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à envahir, à attaquer.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἐπιτίθημι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:10, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐεπίθετος Medium diacritics: εὐεπίθετος Low diacritics: ευεπίθετος Capitals: ΕΥΕΠΙΘΕΤΟΣ
Transliteration A: euepíthetos Transliteration B: euepithetos Transliteration C: evepithetos Beta Code: eu)epi/qetos

English (LSJ)

ον, easy to set upon or attack, τινι Th.6.34, D.C.50.32 (Comp.); τόποι Plb.4.19.12; εὐεπίθετον ἦν… τοῖς πολεμίοις was easy for them to make an attack, X.An.3.4.20 (but εὐ. τοῖς ἐχθροῖς exposed to assault by... Antip.Stoic.3.255); εὐ. ὁ μεθύων Arist.Pol.1314b34; εὐ. τοῖς… ἀμφισβητητικοῖς Pl.Plt.306a. Adv. εὐεπιθέτως, ἔχειν to be exposed, Aen.Tact.23.4.

German (Pape)

[Seite 1065] leicht anzugreifen, εὐεπίθετον ἦν ἐνταῦθα τοῖς πολεμίοις Xen. An. 3, 4, 20, wie εὐεπίθετος ἡμῖν εἴη, für uns leicht anzugreifen, Thuc. 6, 34; μάλ' εὐεπ. πρὸς τὰς τῶν πολλῶν δόξας Plat. Polit. 306 a; Sp., wie τόποι Pol. 4, 19, 12; auch adv.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à envahir, à attaquer.
Étymologie: εὖ, ἐπιτίθημι.

Greek (Liddell-Scott)

εὐεπίθετος: -ον, εὐπρόσβλητος, καθ’ οὗ ἐυκόλως δύναταί τις νὰ ἐπιτεθῇ, εὐεπίθετος ἡμῖν εἴη Θουκ. 6. 34· εὐεπίθετον ἦν ἐνταῦθα τοῖς πολεμίοις, καὶ τότε (τὸ στράτευμα) ἐγένετο εὐπρόσβλητον εἰς τοὺς πολεμίους, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 20· εὐ. ὁ μεθύων Ἀριστ. Πολιτικ. 306Α: - Ἐπίρρ., εὐεπιθέτως ἔχειν Αἰνείας Τακτ. 23.

Greek Monolingual

εὐεπίθετος, -ον (Α)
αυτός εναντίον του οποίου μπορεί κάποιος να επιτεθεί με ευκολία, ο ευπρόσβλητοςεὐεπίθετος ἡμῖν εἴη», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί-θετος (επι-τίθημι)].

Greek Monotonic

εὐεπίθετος: -ον, ευπρόσβλητος, ευάλωτος στις επιθέσεις, σε Θουκ.· εὐεπίθετον τοῖςπολεμίοις, ευπρόσβλητο στους εχθρούς, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

εὐεπίθετος: удобный для нападения, уязвимый (τοῖς πολεμίοις Xen.; τὸποι Polyb.): εὐ. πρὸς τὰς τῶν πολλῶν δόξας Plat. вызывающий возражения большинства.

Middle Liddell

εὐ-επίθετος, ον
easy to set upon or attack, Thuc.; εὐεπίθετον τοῖς πολεμίοις easy for them to make an attack, Xen.

English (Woodhouse)

assailable, open to attack

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)