πρέμνον: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0697.png Seite 697]] τό (vgl. [[πρυμνός]]), das äußerste od. unterste Stammende des Baumes, [[Stammende]]; Ar. Lys. 267; übertr., πράγματος, Av. 321; ταμέειν [[πρέμνον]] δρυός, Ap. Rh. 2, 479; u. in Prosa: Xen. Oec. 19, 13; τὰ πρέμνα ἐκτέμνειν, Lyz. 7, 19; Pol. 18, 1, 6; Baumstumpf, wie H. h. Merc. 238. – Uebh. Grundlage, Fundament, ἀρετῆς, Qu. Sm. 14, 196.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0697.png Seite 697]] τό (vgl. [[πρυμνός]]), das äußerste od. unterste Stammende des Baumes, [[Stammende]]; Ar. Lys. 267; übertr., πράγματος, Av. 321; ταμέειν [[πρέμνον]] δρυός, Ap. Rh. 2, 479; u. in Prosa: Xen. Oec. 19, 13; τὰ πρέμνα ἐκτέμνειν, Lyz. 7, 19; Pol. 18, 1, 6; Baumstumpf, wie H. h. Merc. 238. – Uebh. Grundlage, Fundament, ἀρετῆς, Qu. Sm. 14, 196.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> souche;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> fondement.<br />'''Étymologie:''' cf. [[πρυμνός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πρέμνον''': τό, τὸ κατώτατον [[μέρος]] τοῦ κορμοῦ δένδρου· [[καθόλου]], ὁ [[κορμός]], τὸ [[στέλεχος]], Λατ. codex, caudex, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 238, Ἀριστοφ. Λυσ. 267, Λυσίας 110. 6, Ξεν. Οἰκ. 19. 13, κτλ. ΙΙ. ἡ [[ῥίζα]], ὁ πυθμὴν παντὸς πράγματος, πρέμνα χθόνια Πινδ. Ἀποσπ. 58· μεταφ., [[πρέμνον]] πράγματος πελωρίου Ἀριστοφ. Ὄρν. 321· πρ. ἀρετῆς Κόϊντ. Σμ. 14. 197· ἐπὶ γυναικός, τὴν ἀρετῆς πινυτήν... [[πρέμνον]] Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 416. (ἀναμφιβόλως συγγενὲς τῷ [[πρυμνός]]). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πρέμνον]]· [[στέλεχος]], [[βλαστός]]· πᾶν [[ῥίζωμα]] δένδρου τὸ γηράσκον, ἢ τὸ τῆς ἀμπέλου πρὸς τῇ γῇ [[πρέμνον]]», καί: «πρέμνα· τὰ ἰσχυρὰ στελέχη τῶν καταβλαστημάτων» [[προσέτι]]· «[[πρέμνον]] ἐστίας· τῆς οἰκίας [[θεμέλιος]]».
|lstext='''πρέμνον''': τό, τὸ κατώτατον [[μέρος]] τοῦ κορμοῦ δένδρου· [[καθόλου]], ὁ [[κορμός]], τὸ [[στέλεχος]], Λατ. codex, caudex, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 238, Ἀριστοφ. Λυσ. 267, Λυσίας 110. 6, Ξεν. Οἰκ. 19. 13, κτλ. ΙΙ. ἡ [[ῥίζα]], ὁ πυθμὴν παντὸς πράγματος, πρέμνα χθόνια Πινδ. Ἀποσπ. 58· μεταφ., [[πρέμνον]] πράγματος πελωρίου Ἀριστοφ. Ὄρν. 321· πρ. ἀρετῆς Κόϊντ. Σμ. 14. 197· ἐπὶ γυναικός, τὴν ἀρετῆς πινυτήν... [[πρέμνον]] Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 416. (ἀναμφιβόλως συγγενὲς τῷ [[πρυμνός]]). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πρέμνον]]· [[στέλεχος]], [[βλαστός]]· πᾶν [[ῥίζωμα]] δένδρου τὸ γηράσκον, ἢ τὸ τῆς ἀμπέλου πρὸς τῇ γῇ [[πρέμνον]]», καί: «πρέμνα· τὰ ἰσχυρὰ στελέχη τῶν καταβλαστημάτων» [[προσέτι]]· «[[πρέμνον]] ἐστίας· τῆς οἰκίας [[θεμέλιος]]».
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> souche;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> fondement.<br />'''Étymologie:''' cf. [[πρυμνός]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater