νείφω: Difference between revisions

No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0237.png Seite 237]] spätere Form für [[νίφω]], vgl. Schol. Il. 1, 420 u. Iac. A. P. p. 67.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0237.png Seite 237]] spätere Form für [[νίφω]], vgl. Schol. Il. 1, 420 u. Iac. A. P. p. 67.
}}
{{elru
|elrutext='''νείφω:''' [[varia lectio|v.l.]] = [[νίφω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νείφω]] (Α)<br /><b>1.</b> (συν. ως απρόσ. και σπαν. ως προσ.) <i>νείφει</i><br />χιονίζει<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> <b>(μτβ.)</b> [[ρίχνω]] [[κάτι]] σαν [[βροχή]], σε [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] («θεὸς νείφει τροφὰς ἀπ' οὐρανοῦ» Φίλ.)<br /><b>3.</b> (και το μέσ. ως ενεργ.) <i>νείφομαι</i><br />[[χιονίζω]], [[πέφτω]] σαν [[χιόνι]] («νιφάδος νειφομένας», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> (το παθ.) βρέχομαι («σκεῡος ξύλινον νειφήσεται ὕδατι καὶ καθαρὸν ἔσεται», ΠΔ)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>νείφομαι</i><br />α) χιονίζομαι, καλύπτομαι από [[χιόνι]]<br />β) <b>μτφ.</b> ασπρίζουν τα μαλλιά μου («ὣς [[αὖτις]] πολιῷ γήραϊ νειφόμενον», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>6.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ νειφόμενον</i><br />το [[μάννα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>sneig</i><sup>w</sup><i>h</i>-. Συνδέεται με ΙΕ τ. όπως αβεστ. <i>sna</i><i>ē</i><i>za</i>- αρχ. άνω γερμ. <i>snĩwit</i>, αγγλ. <i>snow</i>, λατ. <i>nΐvit</i>, όλα με σημ. «χιονίζει»].
|mltxt=[[νείφω]] (Α)<br /><b>1.</b> (συν. ως απρόσ. και σπαν. ως προσ.) <i>νείφει</i><br />χιονίζει<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> <b>(μτβ.)</b> [[ρίχνω]] [[κάτι]] σαν [[βροχή]], σε [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] («θεὸς νείφει τροφὰς ἀπ' οὐρανοῦ» Φίλ.)<br /><b>3.</b> (και το μέσ. ως ενεργ.) <i>νείφομαι</i><br />[[χιονίζω]], [[πέφτω]] σαν [[χιόνι]] («νιφάδος νειφομένας», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> (το παθ.) βρέχομαι («σκεῡος ξύλινον νειφήσεται ὕδατι καὶ καθαρὸν ἔσεται», ΠΔ)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>νείφομαι</i><br />α) χιονίζομαι, καλύπτομαι από [[χιόνι]]<br />β) <b>μτφ.</b> ασπρίζουν τα μαλλιά μου («ὣς [[αὖτις]] πολιῷ γήραϊ νειφόμενον», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>6.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ νειφόμενον</i><br />το [[μάννα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>sneig</i><sup>w</sup><i>h</i>-. Συνδέεται με ΙΕ τ. όπως αβεστ. <i>sna</i><i>ē</i><i>za</i>- αρχ. άνω γερμ. <i>snĩwit</i>, αγγλ. <i>snow</i>, λατ. <i>nΐvit</i>, όλα με σημ. «χιονίζει»].
}}
{{elru
|elrutext='''νείφω:''' [[varia lectio|v.l.]] = [[νίφω]].
}}
}}