Anonymous

θύσανος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1228.png Seite 1228]] ὁ (von θύω?), Troddel, Quaste, eine herabhangende u. beim Gehen sich bewegende Verzierung; an der [[αἰγίς]], Il. 2, 448, an der [[ζώνη]], 14, 181; θύσανοι δὲ κατῃωρεῦντο φαεινοί, vom Schilde, Hes. Sc. 225; [[κῶας]] αἰγλᾶεν χρυσέῳ θυσάνῳ, vom goldnen Vließe, Pind. P. 4, 231; οἱ θύσανοι οἱ ἐκ τῶν αἰγίδων οὐκ ὄφιές εἰσι, ἀλλ' ἱμάντινοι Her. 4, 189; [[δικτυωτός]] D. Sic. 18, 26; bei Opp. Hal. 3, 187 sind θύσανοι die langen Fänger des Dintenfisches.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1228.png Seite 1228]] ὁ (von θύω?), Troddel, Quaste, eine herabhangende u. beim Gehen sich bewegende Verzierung; an der [[αἰγίς]], Il. 2, 448, an der [[ζώνη]], 14, 181; θύσανοι δὲ κατῃωρεῦντο φαεινοί, vom Schilde, Hes. Sc. 225; [[κῶας]] αἰγλᾶεν χρυσέῳ θυσάνῳ, vom goldnen Vließe, Pind. P. 4, 231; οἱ θύσανοι οἱ ἐκ τῶν αἰγίδων οὐκ ὄφιές εἰσι, ἀλλ' ἱμάντινοι Her. 4, 189; [[δικτυωτός]] D. Sic. 18, 26; bei Opp. Hal. 3, 187 sind θύσανοι die langen Fänger des Dintenfisches.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />frange, bordure.<br />'''Étymologie:''' [[θύω]]².
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θύσᾰνος''': ῠ, ὁ, κροσσός, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., [[κροσσοί]], κροσσωτὸν [[κόσμημα]], Ὅμ. (μόνον ἐν Ἰλ.) ἐπὶ τῶν κροσσῶν τῆς αἰγίδος Β. 448· καὶ ἐπὶ τῆς ζώνης τῆς Ἀθηνᾶς (πιθανῶς τὸ αὐτό), Ξ. 181, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 225, Ἡρόδ. 4. 189· κιθὼν θυσανωτὸς Ἡρόδ. 2. 81 (ὅρα παράστασίν τινα ἐν τῷ Ἡροδ. τοῦ Rawlinson ii σ. 133)· ἐπὶ τῶν ἐρίων τοῦ χρυσοῦ δέρατος, Πίνδ. Π. 4. 411· ἐπὶ τῶν πλοκάμων τῆς τευθίδος (σηπίας), Ὀππ. Ἁλ. 3. 177· [[θύσανος]] δικτυωτὸς ἔχων εὐμεγέθεις κώδωνας Διόδ. 18. 26. (Ἴσως ἐκ τοῦ θύω, [[ἕνεκα]] τῆς συνεχοῦς κινήσεως).
|lstext='''θύσᾰνος''': ῠ, ὁ, κροσσός, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., [[κροσσοί]], κροσσωτὸν [[κόσμημα]], Ὅμ. (μόνον ἐν Ἰλ.) ἐπὶ τῶν κροσσῶν τῆς αἰγίδος Β. 448· καὶ ἐπὶ τῆς ζώνης τῆς Ἀθηνᾶς (πιθανῶς τὸ αὐτό), Ξ. 181, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 225, Ἡρόδ. 4. 189· κιθὼν θυσανωτὸς Ἡρόδ. 2. 81 (ὅρα παράστασίν τινα ἐν τῷ Ἡροδ. τοῦ Rawlinson ii σ. 133)· ἐπὶ τῶν ἐρίων τοῦ χρυσοῦ δέρατος, Πίνδ. Π. 4. 411· ἐπὶ τῶν πλοκάμων τῆς τευθίδος (σηπίας), Ὀππ. Ἁλ. 3. 177· [[θύσανος]] δικτυωτὸς ἔχων εὐμεγέθεις κώδωνας Διόδ. 18. 26. (Ἴσως ἐκ τοῦ θύω, [[ἕνεκα]] τῆς συνεχοῦς κινήσεως).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />frange, bordure.<br />'''Étymologie:''' [[θύω]]².
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth