3,274,831
edits
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1279.png Seite 1279]] widmen, weihen, heiligen, bes. opfern; Ar. Lys. 238 φέρ' ἐγὼ καθαγίσω τήνδε (κύλικα); Av. 566 ἢν δὲ Ποσειδῶνι τις οἶν θύῃ, νήττῃ πυροὺς καθαγίζειν; Plat. πάντα τοῦ ταύρου τὰ [[μέλη]] Critia. 119 e; τοὺς τρίποδας τοῖς θεοῖς Ath. XI, 489 c; als Opfer verbrennen, Her. 1, 86. 7, 54 u. öfter, καταγιζόμενον πυρὶ [[θυμίημα]] 1, 198; Sp., τοὺς κακούργους μετ' ἄλλων πολλῶν ἀπαρχῶν D. Sic. 5, 32; verbrennen, ohne daß man an Opfer zu denken hat, ὀσφραινομένους καταγιζομένου τοῦ καρποῦ τοῦ ἐπιβαλλομένου ἐπὶ τὸ πῦρ μεθύσκεσθαι Her. 1, 202; Todte verbrennen, το [[σῶμα]] τοῦ Καίσαρος ἐν τῇ ἀγορᾷ καθαγίσαι Plut. Anton. 14, vgl. Brut. 20; Todtenopfer darbringen, τρέφονται ταῖς παρ' ἡμῖν χοαῖς καὶ τοῖς καθαγιζομένοις ἐπὶ τῶν τάφων Luc. de luct. 9; Philostr. – Vgl. [[καθαγνίζω]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1279.png Seite 1279]] widmen, weihen, heiligen, bes. opfern; Ar. Lys. 238 φέρ' ἐγὼ καθαγίσω τήνδε (κύλικα); Av. 566 ἢν δὲ Ποσειδῶνι τις οἶν θύῃ, νήττῃ πυροὺς καθαγίζειν; Plat. πάντα τοῦ ταύρου τὰ [[μέλη]] Critia. 119 e; τοὺς τρίποδας τοῖς θεοῖς Ath. XI, 489 c; als Opfer verbrennen, Her. 1, 86. 7, 54 u. öfter, καταγιζόμενον πυρὶ [[θυμίημα]] 1, 198; Sp., τοὺς κακούργους μετ' ἄλλων πολλῶν ἀπαρχῶν D. Sic. 5, 32; verbrennen, ohne daß man an Opfer zu denken hat, ὀσφραινομένους καταγιζομένου τοῦ καρποῦ τοῦ ἐπιβαλλομένου ἐπὶ τὸ πῦρ μεθύσκεσθαι Her. 1, 202; Todte verbrennen, το [[σῶμα]] τοῦ Καίσαρος ἐν τῇ ἀγορᾷ καθαγίσαι Plut. Anton. 14, vgl. Brut. 20; Todtenopfer darbringen, τρέφονται ταῖς παρ' ἡμῖν χοαῖς καὶ τοῖς καθαγιζομένοις ἐπὶ τῶν τάφων Luc. de luct. 9; Philostr. – Vgl. [[καθαγνίζω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>I.</b> déposer pour une consécration, consacrer, offrir en sacrifice, <i>acc. ; abs.</i> offrir un sacrifice aux mânes (<i>lat.</i> parentare);<br /><b>II.</b> <i>particul.</i> offrir un sacrifice par le feu, brûler pour un sacrifice : καθ. πυρί HDT, καθ. ἐπὶ πύρης HDT déposer sur un bûcher :<br /><b>1</b> brûler <i>en gén.</i><br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> enterrer un mort après l'avoir brûlé sur le bûcher ; enterrer, ensevelir <i>en gén.</i> : ὅσων σπαράγματα κύνες καθήγισαν SOPH de tous ceux dont les chiens ont enseveli, <i>càd</i> dévoré les membres déchirés.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἁγίζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καθαγίζω''': μέλλ. -ίσω, Ἀττ. -ιῶ· Ἰων. καταγιῶ Ἡρόδ. 1. 86. Καθιερῶ, [[προσφέρω]] εἰς θεόν τινα, τινί τι, ἀκροθίνια [[ταῦτα]] καταγιεῖν θεῶν ὅτεῳ δὴ Ἡρόδ. [[ἔνθα]] ἀνωτ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 566, πρβλ. Λυσιστρ. 238, Πλάτ. κλ.· - ἐπὶ θυσίας διὰ [[πυρός]], θυμιήματα κ. Ἡρόδοτ. 2. 130· κ. πυρὶ [[αὐτόθι]] 47· κ. ἐπὶ πυρῆς 7. 167· ἐπὶ τοῦ βωμοῦ 1. 183· ἀπολ., 2. 40, κτλ.: - [[προσφέρω]] προσφορὰς εἰς τὰς ψυχὰς τῶν νεκρῶν, Λατ. parentare, Λουκ. περὶ Πένθους 9. ΙΙ. [[καθόλου]], [[καίω]], καταγιζομένου τοῦ καρποῦ τοῦ ἐπιβαλλομένου ἐπὶ τὸ πῦρ Ἡρόδ. 1. 202· - [[καίω]] νεκρὸν [[σῶμα]], ἔτι δὲ καὶ [[θάπτω]], Πλούτ. Ἀντών. 14, πρβλ. Βροῦτ. 20· οὕτω πιθαν. ἐν Σοφ. Ἀντ. 1081, ὅσων σπαράγματ’ ἢ κύνες καθήγισαν, ὅσων τὰ κατεσπαραγμένα σώματα κύνες ἔθαψαν, δηλ. κατέφαγον, (Λαυρ. Κῶδ. καθήγνισαν· ἀλλ’ ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει, μετὰ ἅγους ἐκόμισαν· ὁ Δινδ. ἕπεται τῷ Wunder νομίζοντι ὅτι οἱ στίχοι 1080-1083 [[εἶναι]] νόθοι), ἴδε σημ. Jebb, [[ὅστις]] παραδέχεται τὴν γραφὴν καθήγνισαν. | |lstext='''καθαγίζω''': μέλλ. -ίσω, Ἀττ. -ιῶ· Ἰων. καταγιῶ Ἡρόδ. 1. 86. Καθιερῶ, [[προσφέρω]] εἰς θεόν τινα, τινί τι, ἀκροθίνια [[ταῦτα]] καταγιεῖν θεῶν ὅτεῳ δὴ Ἡρόδ. [[ἔνθα]] ἀνωτ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 566, πρβλ. Λυσιστρ. 238, Πλάτ. κλ.· - ἐπὶ θυσίας διὰ [[πυρός]], θυμιήματα κ. Ἡρόδοτ. 2. 130· κ. πυρὶ [[αὐτόθι]] 47· κ. ἐπὶ πυρῆς 7. 167· ἐπὶ τοῦ βωμοῦ 1. 183· ἀπολ., 2. 40, κτλ.: - [[προσφέρω]] προσφορὰς εἰς τὰς ψυχὰς τῶν νεκρῶν, Λατ. parentare, Λουκ. περὶ Πένθους 9. ΙΙ. [[καθόλου]], [[καίω]], καταγιζομένου τοῦ καρποῦ τοῦ ἐπιβαλλομένου ἐπὶ τὸ πῦρ Ἡρόδ. 1. 202· - [[καίω]] νεκρὸν [[σῶμα]], ἔτι δὲ καὶ [[θάπτω]], Πλούτ. Ἀντών. 14, πρβλ. Βροῦτ. 20· οὕτω πιθαν. ἐν Σοφ. Ἀντ. 1081, ὅσων σπαράγματ’ ἢ κύνες καθήγισαν, ὅσων τὰ κατεσπαραγμένα σώματα κύνες ἔθαψαν, δηλ. κατέφαγον, (Λαυρ. Κῶδ. καθήγνισαν· ἀλλ’ ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει, μετὰ ἅγους ἐκόμισαν· ὁ Δινδ. ἕπεται τῷ Wunder νομίζοντι ὅτι οἱ στίχοι 1080-1083 [[εἶναι]] νόθοι), ἴδε σημ. Jebb, [[ὅστις]] παραδέχεται τὴν γραφὴν καθήγνισαν. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |