φελλεύς: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1260.png Seite 1260]] ὁ, steiniges Land, steiniges Erdreich; Schol. zu Plat. Critia. 560 d sagt [[φελλεύς]], [[τόπος]] σκληρὸς ποσῶς καὶ [[πετρώδης]], συνεργὴς δέ (Ruhnk. ändert [[δυσεργής]]); oft bei Sp., wie Alciphr. 3, 21. 70.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1260.png Seite 1260]] ὁ, steiniges Land, steiniges Erdreich; Schol. zu Plat. Critia. 560 d sagt [[φελλεύς]], [[τόπος]] σκληρὸς ποσῶς καὶ [[πετρώδης]], συνεργὴς δέ (Ruhnk. ändert [[δυσεργής]]); oft bei Sp., wie Alciphr. 3, 21. 70.
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />terrain pierreux et escarpé où l'on mène paître les chèvres.<br />'''Étymologie:''' [[φελλός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φελλεύς''': έως, ὁ, πετρῶδες [[ἔδαφος]], Ἡσύχ. ([[ἔνθα]] παρεφθάρη εἰς τὸ [[φελλός]])· θηλ. γῆ φελλὶς ἀπαντᾷ παρὰ Πολυδ. Αϳ, 227, πρβλ. Böckh C. I. 93, σ. 132, πρβλ. 345· ― ἀρσ. [[φελλεών]], ῶνος, ἐν Ἀρριαν. Κυνηγ. 17· καὶ οὐδ. πληθ. φελλία ἐν Ξεν. Κυν. 5. 18· καὶ [[ἴσως]] οὕτω διορθωτέον ἐν Ἰσαίῳ 73. 39, κατέχει τὸν ἀγρόν, φελλέα δὲ ἄττα ἐκείνῳ δέδωκε· ἀλλ’ ὁ Ἁρπ., Φώτ. καὶ Σουΐδ. [[συμφώνως]] γράφουσι φελλέα, [[ὅπερ]] [[ὡσαύτως]] ὑπολανθάνει ἐν τῷ τύπῳ φέλλερα τῷ ἐν τοῖς Α. Β. 315· ἴδε Schömann εἰς Ἰσαῖον 401. ΙΙ. Φελλεύς, [[ὄνομα]] πετρώδους μέρους τῆς Ἀττικῆς Ἀριστοφ. Ἀχ. 273, Νεφ. 71, πρβλ. Πλάτ. Κριτί. 111Β· ― Φελλείτης, ου, [[κάτοικος]] τοῦ Φελλέως, Στέφαν. Βυζ. (Ἡ ρίζα φαίνεται ἐν τῇ Μακεδονικ. λέξει πέλλα καὶ τῷ ἐπιθέτῳ ἀφελής· πρβλ. καὶ [[φελλάτας]].)
|lstext='''φελλεύς''': έως, ὁ, πετρῶδες [[ἔδαφος]], Ἡσύχ. ([[ἔνθα]] παρεφθάρη εἰς τὸ [[φελλός]])· θηλ. γῆ φελλὶς ἀπαντᾷ παρὰ Πολυδ. Αϳ, 227, πρβλ. Böckh C. I. 93, σ. 132, πρβλ. 345· ― ἀρσ. [[φελλεών]], ῶνος, ἐν Ἀρριαν. Κυνηγ. 17· καὶ οὐδ. πληθ. φελλία ἐν Ξεν. Κυν. 5. 18· καὶ [[ἴσως]] οὕτω διορθωτέον ἐν Ἰσαίῳ 73. 39, κατέχει τὸν ἀγρόν, φελλέα δὲ ἄττα ἐκείνῳ δέδωκε· ἀλλ’ ὁ Ἁρπ., Φώτ. καὶ Σουΐδ. [[συμφώνως]] γράφουσι φελλέα, [[ὅπερ]] [[ὡσαύτως]] ὑπολανθάνει ἐν τῷ τύπῳ φέλλερα τῷ ἐν τοῖς Α. Β. 315· ἴδε Schömann εἰς Ἰσαῖον 401. ΙΙ. Φελλεύς, [[ὄνομα]] πετρώδους μέρους τῆς Ἀττικῆς Ἀριστοφ. Ἀχ. 273, Νεφ. 71, πρβλ. Πλάτ. Κριτί. 111Β· ― Φελλείτης, ου, [[κάτοικος]] τοῦ Φελλέως, Στέφαν. Βυζ. (Ἡ ρίζα φαίνεται ἐν τῇ Μακεδονικ. λέξει πέλλα καὶ τῷ ἐπιθέτῳ ἀφελής· πρβλ. καὶ [[φελλάτας]].)
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />terrain pierreux et escarpé où l'on mène paître les chèvres.<br />'''Étymologie:''' [[φελλός]].
}}
}}
{{grml
{{grml