3,273,773
edits
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0991.png Seite 991]] α, ον, auch zwei Endgn, ion. ἐπιτήδεος (vgl. [[ἐπιτηδές]]), wozu geschickt, für einen bestimmten Zweck brauchbar, passend, καὶ [[χρηστός]] Plat. Polit. 308 c; τῆς γῆς ἐούσης ἐπιτηδέης Her. 4, 47; [[παῖς]] τῷ πατρί, der zum Vater paßt, nach seinem Sinne ist, 3, 52; [[ἱερά]] = καλά, 9, 37; so öfter c. dat., [[ὀλιγαρχία]] ἐπιτηδεία τοῖς Λακεδαιμονίοις κατέστη Thuc. 5, 81; τροφὴν ἔχει ἐπιτηδείαν ᾡ ἂν τέκῃ Plat. Menex. 237 c, die erforderliche Nahrung; ἔς τι, Her. 1, 115; ἑωυτῷ ἐπιτηδεωτάτους ἐς πίστιν 3, 70; Thuc. 7, 20. 74; φύσεως ἐπιτηδείας εἰς αὐτὸ τὸ [[ἐπιτήδευμα]] Plat. Rep. II, 374 e; auch [[πρός]] τι, Legg. XII, 968, wie Xen. Mem. 2, 1, 3; gew. c. inf., ἔστιν γὰρ ἐπιτήδεια συρμαίαν μετρεῖν Ar. Pax 1220, vgl. 1194; ἐπιτηδεώτατον [[χωρίον]] ἐνιππεύειν, für Reiterei sehr geeignet, Her. 6, 102; ἄνδρες οἳ ἐδόκουν ἐπιτηδειότατοι εἶναι ἀμφὶ ταῦτ' ἔχειν Xen. Cyr. 6, 1, 22; ὑδάτια ἐπιτήδεια κόραις παίζειν παρ' αὐτά Plat. Phaedr. 229 b; oft ἐπιτήδειόν ἐστι, es ist dienlich, erforderlich, nothwendig, [[ἐνθαῦτα]] ὑμῖν ἐπιτήδεον οἰκέειν Her. 4, 158; 9, 27; Folgde; mit Attraction, ἐπιτηδειότερος [[τεθνάναι]], es ist passender, er verdient mehr, daß er stirbt, Andoc. 4, 25; ἐπιτήδειαι [[παθεῖν]], die werth sind, das zu leiden, Dem. 22, 57; ἐκλεγόμενος τὸν ἐπιτήδειον ἔπαιεν, der es verdiente, sc. παίεσθαι, Xen. An. 2, 3, 11; ἄνδρας ἀπέκτειναν, οἳ ἐδόκουν ἐπιτήδειοι εἶναι Thuc. 8, 70; – ὁ ἐπ., der mit Einem in genauer Vrbdg steht, der Verwandte, Angehörige, Freund, τινί, Thuc. 1, 60. 2, 18; Xen. Hell. 6, 3, 14; öfter Plut. u. A.; oft absol., selten τινός, Thuc. 7, 73. – Τἁ ἐπιτήδεια, die Bedürfnisse, bes. Lebensmittel, Proviant, Her. 2, 174; Thuc. 2, 23 u. öfter, wie Xen. u. Folgde. – Der unregelmäßige compar. ἐπιτηδειέστερος Democrit. Eust. Od. 1441, 16. – Adv. ἐπιτηδείως, ion. [[ἐπιτηδέως]], Her. 9, 7; Thuc. u. Folgde. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0991.png Seite 991]] α, ον, auch zwei Endgn, ion. ἐπιτήδεος (vgl. [[ἐπιτηδές]]), wozu geschickt, für einen bestimmten Zweck brauchbar, passend, καὶ [[χρηστός]] Plat. Polit. 308 c; τῆς γῆς ἐούσης ἐπιτηδέης Her. 4, 47; [[παῖς]] τῷ πατρί, der zum Vater paßt, nach seinem Sinne ist, 3, 52; [[ἱερά]] = καλά, 9, 37; so öfter c. dat., [[ὀλιγαρχία]] ἐπιτηδεία τοῖς Λακεδαιμονίοις κατέστη Thuc. 5, 81; τροφὴν ἔχει ἐπιτηδείαν ᾡ ἂν τέκῃ Plat. Menex. 237 c, die erforderliche Nahrung; ἔς τι, Her. 1, 115; ἑωυτῷ ἐπιτηδεωτάτους ἐς πίστιν 3, 70; Thuc. 7, 20. 74; φύσεως ἐπιτηδείας εἰς αὐτὸ τὸ [[ἐπιτήδευμα]] Plat. Rep. II, 374 e; auch [[πρός]] τι, Legg. XII, 968, wie Xen. Mem. 2, 1, 3; gew. c. inf., ἔστιν γὰρ ἐπιτήδεια συρμαίαν μετρεῖν Ar. Pax 1220, vgl. 1194; ἐπιτηδεώτατον [[χωρίον]] ἐνιππεύειν, für Reiterei sehr geeignet, Her. 6, 102; ἄνδρες οἳ ἐδόκουν ἐπιτηδειότατοι εἶναι ἀμφὶ ταῦτ' ἔχειν Xen. Cyr. 6, 1, 22; ὑδάτια ἐπιτήδεια κόραις παίζειν παρ' αὐτά Plat. Phaedr. 229 b; oft ἐπιτήδειόν ἐστι, es ist dienlich, erforderlich, nothwendig, [[ἐνθαῦτα]] ὑμῖν ἐπιτήδεον οἰκέειν Her. 4, 158; 9, 27; Folgde; mit Attraction, ἐπιτηδειότερος [[τεθνάναι]], es ist passender, er verdient mehr, daß er stirbt, Andoc. 4, 25; ἐπιτήδειαι [[παθεῖν]], die werth sind, das zu leiden, Dem. 22, 57; ἐκλεγόμενος τὸν ἐπιτήδειον ἔπαιεν, der es verdiente, sc. παίεσθαι, Xen. An. 2, 3, 11; ἄνδρας ἀπέκτειναν, οἳ ἐδόκουν ἐπιτήδειοι εἶναι Thuc. 8, 70; – ὁ ἐπ., der mit Einem in genauer Vrbdg steht, der Verwandte, Angehörige, Freund, τινί, Thuc. 1, 60. 2, 18; Xen. Hell. 6, 3, 14; öfter Plut. u. A.; oft absol., selten τινός, Thuc. 7, 73. – Τἁ ἐπιτήδεια, die Bedürfnisse, bes. Lebensmittel, Proviant, Her. 2, 174; Thuc. 2, 23 u. öfter, wie Xen. u. Folgde. – Der unregelmäßige compar. ἐπιτηδειέστερος Democrit. Eust. Od. 1441, 16. – Adv. ἐπιτηδείως, ion. [[ἐπιτηδέως]], Her. 9, 7; Thuc. u. Folgde. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> <b>1</b> convenable, approprié à, τινι : [[ἐπιτήδειος]] ἔς [[τι]], [[πρός]] [[τι]] qui convient pour faire qch ; avec l'inf. : [[χωρίον]] ἐπιτήδειον ἐνιππεῦσαι HDT terrain où la cavalerie peut manœuvrer ; στρατοπεδεύεσθαι [[ἐν]] ἐπιτηδείῳ THC camper dans une position favorable ; <i>abs.</i> τὸ ἐπιτήδειον, τὰ ἐπιτήδεια les choses nécessaires à la vie ; • <i>impers.</i> ἐπιτήδειόν ἐστι avec l'inf. : il est utile, convenable de;<br /><b>2</b> <i>en parl. de pers.</i> serviable, obligeant : τινι pour qqn ; qui se conforme à : [[τῷ]] πατρί HDT à la volonté de son père ; τοῖς πρασσομένοις THC favorable à ce qui se fait;<br /><b>3</b> favorable, avantageux : οὐδὲν ηὕροντο ἐπιτήδειον THC ils n’y trouvèrent aucun avantage ; καταστῆσαι [[ἐς]] τὸ ἐπιτήδειον THC régler qch selon ses intérêts;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> qui a des relations avec qqn ; ὁ [[ἐπιτήδειος]] ami ; τινι, τινος lié avec qqn, familier de qqn;<br /><i>Cp.</i> ἐπιτηδειότερος, <i>Sp.</i> ἐπιτηδειότατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτηδές]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιτήδειος''': -α, -ον, Ἰων. -εος, έη, εον, ὁμαλ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. -ειότερος, -ειότατος, Θουκ. 4. 54., 7. 86, κτλ.· ἀνώμαλ., ἐπιτηδεέστερος, -έστατος, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ., Δημόκρ. παρ᾿ Εὐστ. 1441. 16· Ἰων. -εώτερος, -εώτατος, Ἡρόδ. 9. 2., 1. 110, κ. ἀλλ. ([[ἐπιτηδές]]): ― [[ἁρμόδιος]], [[κατάλληλος]], [[πρόσφορος]], γῆ, [[χώρα]] Ἡρόδ. κλ. ‒― Σύνταξις: [[ἐπιτήδειος]] ἔς τι Ἡρόδ. 1. 115, κτλ.· [[πρός]] τι Πλάτ. Πολ. 390Β· συχν. μετ᾿ ἀπαρ., [[χωρίον]] ἐπ. ἐνιππεῦσαι, κατάλληλον πρὸς ἱππασίαν, Ἡρόδ. 6. 102, πρβλ. 9. 2, Θουκ. 1. 20, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1228. Εὐρ. Βάκχ. 508· ἄνδρα ἐπιτηδεώτατον... δέξαι Ἡρόδ. 3. 134, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 82· [[οὕτως]], ἐπ. τῷ σώματι κινδυνεύειν Ἀντιφῶν 136. 35· καὶ ἄνδρας δέ τινας ἀπέκτειναν... οἳ ἐδόκουν ἐπιτήδειοι [[εἶναι]] ὑπεξαιρεθῆναι, οὓς ἐνόμισαν ὅτι ἦτο συμφέρον νὰ ἄρωσιν ἐκ τοῦ μέσου, Θουκ. 8. 70· ἐπ. τεθνάναι Ἀνδοκ. 32. 27, πρβλ. Λυσ. 185. 32· οὐκ ἐξ ἐμῶν σε φαρμάκων στυγεῖ [[πόσις]], ἀλλ᾿ εἰ ξυνεῖναι μὴ ᾿πιτηδεία κυρεῖς,.., ἀλλὰ [[διότι]] δὲν εἶσαι [[εὐχάριστος]] [[σύντροφος]] νὰ ζῇ τις μετὰ σοῦ, Εὐρ. Ἀνδρ. 206· [[ὡσαύτως]], ἐπ. ὀστρακισθῆναι, [[ἄξιος]] νὰ ὀστρακισθῇ, Ἀνδοκ. 34. 2· ἐπ. παθεῖν τι Δημ. 610. 20· τὸν ἐπ. ἔπαιεν, ἔτυπτεν ἐκεῖνον ὃν ἥρμοζε νὰ κτυπήσῃ, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 11· [[ἀλλά]], ἐπ. ἐς ὀλιγαρχίαν ἐλθεῖν, [[ὅστις]] [[εἶναι]] πιθανὸν νὰ ἔλθῃ, ἢ [[ὅστις]] ἔχει κλίσιν ἢ διάθεσιν νά…, Θουκ. 8. 63· ἐπὶ καταλλήλου τοποθεσίας, ἄνδρες Ἕλληνες [[ἐνθαῦτα]] ὑμῖν ἐπιτήδειον οἰκέειν Ἡρόδ. 4. 158, κτλ. ΙΙ. [[χρήσιμος]], [[ὠφέλιμος]], [[ἀναγκαῖος]], 1) ἐπὶ πραγμάτων, [[ὀλιγαρχία]] ἐπ. τοῖς Λακεδαιμονίοις, [[κατάλληλος]], ἁρμόζουσα, Θουκ. 5. 81· ἐπ. τῷ δήμῳ Λυσ. 134. 23· καταστῆσαι ἐς τὸ ἐπ., πρὸς ὠφέλειαν αὐτῶν, Θουκ. 4. 76· οὐδὲν ηὕροντο ἐπ., οὐδεμίαν ὠφέλειαν, ὁ αὐτ. 1. 58· ἐπὶ συνθηκῶν, οἰωνῶν, οὐκ ἐπ., οὐχὶ εὐνοϊκά, ἀντίθετον τῷ καλά, Ἡρόδ. 6. 97., 9. 37: ― ἰδίως ὡς οὐσιαστ., τὰ ἐπιτήδεια, τὰ χρειώδη, τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαῖα, τὰ [[ἐφόδια]], [[κυρίως]] ἐπὶ ζωοτροφιῶν, Λατ. commeatus, ὁ αὐτ. 2. 174, Θουκ. κλ.· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἑνικῷ ἀριθμ., Ξεν. Πόρ. 4, 38. 2) ἐπὶ προσώπων, [[χρήσιμος]], [[φιλικός]], Ἡρόδ. 4. 72, Θουκ. 3. 40· τινι, εἴς τινα, Θουκ. 4. 78· ἐπ. ποιεῖν τινα Ἀνδοκ. 34. 25· ἐόντα τῷ πατρὶ ἐπιτήδειον, φερόμενον [[πρεπόντως]] τῷ πατρί, Ἡρόδ. 3. 52· ἐπ. τοῖς πρασσομένοις, εὐνοϊκῶς ἔχων [[πρός]]…, Θουκ. 8. 54: ― [[ὡσαύτως]] ὡς οὐσιαστ., μετὰ γεν., στενὸς φίλος, Λατ. necessarius, οἱ ἐπ., οἱ φίλοι, ὁ αὐτ. 5. 64· Ἀθηναίων ἐπ. ὁ αὐτ. 7. 73· [[ἡμέτερος]] ἐπ. Λυσ. 93. 41. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -είως, καὶ Ἰων. -έως, προθύμως, χρὴ δὴ τό γε ἐμὸν ὑπηρετέεσθαι [[ἐπιτηδέως]] Ἡρόδ. 1. 108., 4. 139. 2) [[πρεπόντως]], [[προσηκόντως]], οὐ γὰρ ἐποιήσατε [[ἐπιτηδέως]] ὁ αὐτ. 9. 7· σφίσιν αὐτοῖς ἐπιτηδείως, ὡς συνεφέρειν αὐτοῖς, Θουκ. 1. 19, πρβλ. 5. 82. ― Συγκρ. -ειότερον, ὁ αὐτ. 4. 54· -ειοτέρως Ἱππ. 602. 39. 3) ἐπ. ἔχειν τινί, φιλικῶς ἔχειν, Παυσ. 3. 9, 3. | |lstext='''ἐπιτήδειος''': -α, -ον, Ἰων. -εος, έη, εον, ὁμαλ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. -ειότερος, -ειότατος, Θουκ. 4. 54., 7. 86, κτλ.· ἀνώμαλ., ἐπιτηδεέστερος, -έστατος, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ., Δημόκρ. παρ᾿ Εὐστ. 1441. 16· Ἰων. -εώτερος, -εώτατος, Ἡρόδ. 9. 2., 1. 110, κ. ἀλλ. ([[ἐπιτηδές]]): ― [[ἁρμόδιος]], [[κατάλληλος]], [[πρόσφορος]], γῆ, [[χώρα]] Ἡρόδ. κλ. ‒― Σύνταξις: [[ἐπιτήδειος]] ἔς τι Ἡρόδ. 1. 115, κτλ.· [[πρός]] τι Πλάτ. Πολ. 390Β· συχν. μετ᾿ ἀπαρ., [[χωρίον]] ἐπ. ἐνιππεῦσαι, κατάλληλον πρὸς ἱππασίαν, Ἡρόδ. 6. 102, πρβλ. 9. 2, Θουκ. 1. 20, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1228. Εὐρ. Βάκχ. 508· ἄνδρα ἐπιτηδεώτατον... δέξαι Ἡρόδ. 3. 134, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 82· [[οὕτως]], ἐπ. τῷ σώματι κινδυνεύειν Ἀντιφῶν 136. 35· καὶ ἄνδρας δέ τινας ἀπέκτειναν... οἳ ἐδόκουν ἐπιτήδειοι [[εἶναι]] ὑπεξαιρεθῆναι, οὓς ἐνόμισαν ὅτι ἦτο συμφέρον νὰ ἄρωσιν ἐκ τοῦ μέσου, Θουκ. 8. 70· ἐπ. τεθνάναι Ἀνδοκ. 32. 27, πρβλ. Λυσ. 185. 32· οὐκ ἐξ ἐμῶν σε φαρμάκων στυγεῖ [[πόσις]], ἀλλ᾿ εἰ ξυνεῖναι μὴ ᾿πιτηδεία κυρεῖς,.., ἀλλὰ [[διότι]] δὲν εἶσαι [[εὐχάριστος]] [[σύντροφος]] νὰ ζῇ τις μετὰ σοῦ, Εὐρ. Ἀνδρ. 206· [[ὡσαύτως]], ἐπ. ὀστρακισθῆναι, [[ἄξιος]] νὰ ὀστρακισθῇ, Ἀνδοκ. 34. 2· ἐπ. παθεῖν τι Δημ. 610. 20· τὸν ἐπ. ἔπαιεν, ἔτυπτεν ἐκεῖνον ὃν ἥρμοζε νὰ κτυπήσῃ, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 11· [[ἀλλά]], ἐπ. ἐς ὀλιγαρχίαν ἐλθεῖν, [[ὅστις]] [[εἶναι]] πιθανὸν νὰ ἔλθῃ, ἢ [[ὅστις]] ἔχει κλίσιν ἢ διάθεσιν νά…, Θουκ. 8. 63· ἐπὶ καταλλήλου τοποθεσίας, ἄνδρες Ἕλληνες [[ἐνθαῦτα]] ὑμῖν ἐπιτήδειον οἰκέειν Ἡρόδ. 4. 158, κτλ. ΙΙ. [[χρήσιμος]], [[ὠφέλιμος]], [[ἀναγκαῖος]], 1) ἐπὶ πραγμάτων, [[ὀλιγαρχία]] ἐπ. τοῖς Λακεδαιμονίοις, [[κατάλληλος]], ἁρμόζουσα, Θουκ. 5. 81· ἐπ. τῷ δήμῳ Λυσ. 134. 23· καταστῆσαι ἐς τὸ ἐπ., πρὸς ὠφέλειαν αὐτῶν, Θουκ. 4. 76· οὐδὲν ηὕροντο ἐπ., οὐδεμίαν ὠφέλειαν, ὁ αὐτ. 1. 58· ἐπὶ συνθηκῶν, οἰωνῶν, οὐκ ἐπ., οὐχὶ εὐνοϊκά, ἀντίθετον τῷ καλά, Ἡρόδ. 6. 97., 9. 37: ― ἰδίως ὡς οὐσιαστ., τὰ ἐπιτήδεια, τὰ χρειώδη, τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαῖα, τὰ [[ἐφόδια]], [[κυρίως]] ἐπὶ ζωοτροφιῶν, Λατ. commeatus, ὁ αὐτ. 2. 174, Θουκ. κλ.· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἑνικῷ ἀριθμ., Ξεν. Πόρ. 4, 38. 2) ἐπὶ προσώπων, [[χρήσιμος]], [[φιλικός]], Ἡρόδ. 4. 72, Θουκ. 3. 40· τινι, εἴς τινα, Θουκ. 4. 78· ἐπ. ποιεῖν τινα Ἀνδοκ. 34. 25· ἐόντα τῷ πατρὶ ἐπιτήδειον, φερόμενον [[πρεπόντως]] τῷ πατρί, Ἡρόδ. 3. 52· ἐπ. τοῖς πρασσομένοις, εὐνοϊκῶς ἔχων [[πρός]]…, Θουκ. 8. 54: ― [[ὡσαύτως]] ὡς οὐσιαστ., μετὰ γεν., στενὸς φίλος, Λατ. necessarius, οἱ ἐπ., οἱ φίλοι, ὁ αὐτ. 5. 64· Ἀθηναίων ἐπ. ὁ αὐτ. 7. 73· [[ἡμέτερος]] ἐπ. Λυσ. 93. 41. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -είως, καὶ Ἰων. -έως, προθύμως, χρὴ δὴ τό γε ἐμὸν ὑπηρετέεσθαι [[ἐπιτηδέως]] Ἡρόδ. 1. 108., 4. 139. 2) [[πρεπόντως]], [[προσηκόντως]], οὐ γὰρ ἐποιήσατε [[ἐπιτηδέως]] ὁ αὐτ. 9. 7· σφίσιν αὐτοῖς ἐπιτηδείως, ὡς συνεφέρειν αὐτοῖς, Θουκ. 1. 19, πρβλ. 5. 82. ― Συγκρ. -ειότερον, ὁ αὐτ. 4. 54· -ειοτέρως Ἱππ. 602. 39. 3) ἐπ. ἔχειν τινί, φιλικῶς ἔχειν, Παυσ. 3. 9, 3. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |