ὑποσείραιος: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=u(posei/raios | |Beta Code=u(posei/raios | ||
|Definition=ον, [[dragged alongside]], like a <b class="b3">σειραῖος ἵππος</b>, cj. Musgr. in <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>445</span> (anap.). | |Definition=ον, [[dragged alongside]], like a <b class="b3">σειραῖος ἵππος</b>, cj. Musgr. in <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>445</span> (anap.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />que l'on conduit par la longe ; qui va à côté (de qqn).<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σειρά]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποσείραιος''': -ον, ὁ συρόμενος παραπλεύρως, ὡς τὸ [[σειραῖος]] [[ἵππος]], ἀλλ’ ἐσορῶ... ἄλοχόν τε φίλην (Ἡρακλέους) ὑποσειραίους ποσὶν ἕλκουσαν τέκνα καὶ γεραιὸν πατέρ’ Ἡρακλέους Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 445 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Musgr. [[ἀντί]]: ὑπὸ σειραίοις). | |lstext='''ὑποσείραιος''': -ον, ὁ συρόμενος παραπλεύρως, ὡς τὸ [[σειραῖος]] [[ἵππος]], ἀλλ’ ἐσορῶ... ἄλοχόν τε φίλην (Ἡρακλέους) ὑποσειραίους ποσὶν ἕλκουσαν τέκνα καὶ γεραιὸν πατέρ’ Ἡρακλέους Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 445 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Musgr. [[ἀντί]]: ὑπὸ σειραίοις). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:20, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, dragged alongside, like a σειραῖος ἵππος, cj. Musgr. in E.HF445 (anap.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
que l'on conduit par la longe ; qui va à côté (de qqn).
Étymologie: ὑπό, σειρά.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποσείραιος: -ον, ὁ συρόμενος παραπλεύρως, ὡς τὸ σειραῖος ἵππος, ἀλλ’ ἐσορῶ... ἄλοχόν τε φίλην (Ἡρακλέους) ὑποσειραίους ποσὶν ἕλκουσαν τέκνα καὶ γεραιὸν πατέρ’ Ἡρακλέους Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 445 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Musgr. ἀντί: ὑπὸ σειραίοις).
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που σείρεται παραπλεύρως δεμένος με σχοινί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σειραῖος «ο προσδεδεμένος στη σειρά» (< σειρά)].
Greek Monotonic
ὑποσείραιος: -ον, συρόμενος παραπλεύρως, δίπλα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποσείραιος: v.l. ὑποσειραῖος 2 досл. пристяжной, перен. идущий рядом: ὑποσειραίους ποσὶν ἕλκουσα τέκνα καὶ πατέρα Eur. идущая рядом и ведущая с собой детей и (старого) отца.
Middle Liddell
ὑπο-σείραιος, ον,
dragged alongside, Eur.