στέγη: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0932.png Seite 932]] ἡ, auch [[τέγη]], Da ch; ὑψηλῆς στέγης στύλον ποδήρη, Aesch. Ag. 871; u. allgemein, Haus, ἐς ἀνθρώπων στέγας Eum. 56, u. öfter; ἴθι στέγης ἔσω, Soph. O. R. 1515, u. öfter, auch plur., τὰς ἐμὰς στέγας ἵκου, 533; von der Höhle, in der Philoktet wohnt, τάσδε πετρήρεις στέγας, Phil. 1246, vgl. ἐκ [[κατώρυχος]] στέγης, Ant. 987; und vom Zelt, ἕρκειος [[στέγη]], Ai. 108. 728; oft Eur.; συμπίπτει [[στέγη]], Herc. Fur. 905; στέγαις δέχεσθαι, Or. 46; auch μελάθρων στέγαι, Alc. 248, wie δόμων, Cycl. 118; Zimmer, Her. 2, 148. 175; Xen. oft, wie Cyr. 1, 14.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0932.png Seite 932]] ἡ, auch [[τέγη]], Da ch; ὑψηλῆς στέγης στύλον ποδήρη, Aesch. Ag. 871; u. allgemein, Haus, ἐς ἀνθρώπων στέγας Eum. 56, u. öfter; ἴθι στέγης ἔσω, Soph. O. R. 1515, u. öfter, auch plur., τὰς ἐμὰς στέγας ἵκου, 533; von der Höhle, in der Philoktet wohnt, τάσδε πετρήρεις στέγας, Phil. 1246, vgl. ἐκ [[κατώρυχος]] στέγης, Ant. 987; und vom Zelt, ἕρκειος [[στέγη]], Ai. 108. 728; oft Eur.; συμπίπτει [[στέγη]], Herc. Fur. 905; στέγαις δέχεσθαι, Or. 46; auch μελάθρων στέγαι, Alc. 248, wie δόμων, Cycl. 118; Zimmer, Her. 2, 148. 175; Xen. oft, wie Cyr. 1, 14.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>I.</b> toit;<br /><b>II.</b> tout édifice couvert, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> maison : κατὰ στέγας SOPH à la maison ; palais;<br /><b>2</b> chambre;<br /><b>3</b> tente;<br /><b>4</b> tombeau.<br />'''Étymologie:''' [[στέγω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στέγη''': ἡ, ([[στέγω]]) [[ὀροφή]], [[στέγασμα]], «σκεπή», Λατ. tectum, Ἡρόδ. 6. 27, Αἰσχύλ. Ἀγ. 897, Ξεν., κλπ.· παρέχειν τινὶ στέγην, [[στέγασμα]], [[καταφύγιον]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 588. ΙΙ. [[τόπος]] κεκαλυμμένος διὰ στέγης, [[θάλαμος]], [[δωμάτιον]], Ἡρόδ. 2. 2, 148, 175. Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 13, Ξεν., κλπ.· ἕρκειος στ., ἐπὶ σκηνῆς, Σοφ. Αἴ. 108· φωλεὰ ἢ [[κοίτη]] λαγωοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 184· ἐκ κατωρυχος στ., ἐκ τοῦ τάφου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1100. πρβλ. 888· - «πάτωμα» οἰκίας, Βυζ. 2) συχν. ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ Λατ. tecia, [[οἰκία]], [[κατοικητήριον]], Ἀλκαῖ. 15, Αἰσχύλ. Ἀγ. 3. 518, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. τὸ [[κατάστρωμα]] πλοίου, stega παρὰ Plaut. Bacch. 2. 3, 44, Stich. 3. 1, 12.
|lstext='''στέγη''': ἡ, ([[στέγω]]) [[ὀροφή]], [[στέγασμα]], «σκεπή», Λατ. tectum, Ἡρόδ. 6. 27, Αἰσχύλ. Ἀγ. 897, Ξεν., κλπ.· παρέχειν τινὶ στέγην, [[στέγασμα]], [[καταφύγιον]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 588. ΙΙ. [[τόπος]] κεκαλυμμένος διὰ στέγης, [[θάλαμος]], [[δωμάτιον]], Ἡρόδ. 2. 2, 148, 175. Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 13, Ξεν., κλπ.· ἕρκειος στ., ἐπὶ σκηνῆς, Σοφ. Αἴ. 108· φωλεὰ ἢ [[κοίτη]] λαγωοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 184· ἐκ κατωρυχος στ., ἐκ τοῦ τάφου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1100. πρβλ. 888· - «πάτωμα» οἰκίας, Βυζ. 2) συχν. ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ Λατ. tecia, [[οἰκία]], [[κατοικητήριον]], Ἀλκαῖ. 15, Αἰσχύλ. Ἀγ. 3. 518, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. τὸ [[κατάστρωμα]] πλοίου, stega παρὰ Plaut. Bacch. 2. 3, 44, Stich. 3. 1, 12.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>I.</b> toit;<br /><b>II.</b> tout édifice couvert, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> maison : κατὰ στέγας SOPH à la maison ; palais;<br /><b>2</b> chambre;<br /><b>3</b> tente;<br /><b>4</b> tombeau.<br />'''Étymologie:''' [[στέγω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR