εὐρύς: Difference between revisions

No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1095.png Seite 1095]] εῖα, ύ, ion. fem. εὐρέα, Her. 1, 178, mit kurzem α, Theocr. 7, 78; acc. sing. dei Hom. neben εὐρύν auch εὐρέα in der Vrbdg εὐρέα πόντον u. κόλπον, Il. 6, 291. 18, 140. 21, 125; zweier Endg., μεγάλαι τε καὶ εὐρέες νῆσοι, Antiphil. 28 (IX, 413), wie εὐρέος αἴης Opp. Cyn. 3, 321 u. χθονὸς εὐρέος Asius bei Ath. XII, 525 f; [[weit]], [[geräumig]], bes. [[οὐρανός]], [[πόντος]], νῶτα θαλάσσης, Hom., u. von Ländern, wie [[Τροία]], [[Λυκία]] u. ä., ἵζανεν εὐρὺν ἀγῶνα Il. 23, 258; [[ἄρουρα]] 18, 542; [[στρατός]] 4, 76, wie Hes. O. 244; εὐρύτερος δ' ὤμοισιν ἰδὲ στέρνοισιν ἰδέσθαι, breiter, Il. 3, 194; εὐρέες ὦμοι Od. 18, 68; εὐρεῖα σχεδίη 5, 163; [[τεῖχος]] Il. 12, 5; [[κλέος]], weit verbreitetes Gerücht, Od. 23, 137, wie Pind. Ol. 11, 99, der auch das neutr. adv. braucht, εὐρὺ ἀνάσσων, weithin herrschend, Ol. 13, 23; ῥέων, s. das Vorige; εὐρείαις ἐν αὔραις Aesch. Suppl. 850; εὐρέϊ πόντῳ Soph. Tr. 114; εὐρείας φάρ υγγος, vom Kyklopen, Eur. Cycl. 355; κόθορνοι εὐρέες Her. 6, 125; Ggstz [[στενός]], Plat. Legg. V, 737 a; εὐρύτεραι φλέβες Tim. 66 d; Xen. An. 4, 5, 25, u. einzeln, doch selten, bei andern Prosaikern, wie Luc. Tim. 18; – εὐρυτέρως ἔχειν Ar. Lys. 419. – Bei Hom. schrieb Zenodot für οὐρανὸν εὐρύν mehrfach οὐρανὸν αἰπ ύν, s. Lehrz Aristarch. ed..2 p. 165.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1095.png Seite 1095]] εῖα, ύ, ion. fem. εὐρέα, Her. 1, 178, mit kurzem α, Theocr. 7, 78; acc. sing. dei Hom. neben εὐρύν auch εὐρέα in der Vrbdg εὐρέα πόντον u. κόλπον, Il. 6, 291. 18, 140. 21, 125; zweier Endg., μεγάλαι τε καὶ εὐρέες νῆσοι, Antiphil. 28 (IX, 413), wie εὐρέος αἴης Opp. Cyn. 3, 321 u. χθονὸς εὐρέος Asius bei Ath. XII, 525 f; [[weit]], [[geräumig]], bes. [[οὐρανός]], [[πόντος]], νῶτα θαλάσσης, Hom., u. von Ländern, wie [[Τροία]], [[Λυκία]] u. ä., ἵζανεν εὐρὺν ἀγῶνα Il. 23, 258; [[ἄρουρα]] 18, 542; [[στρατός]] 4, 76, wie Hes. O. 244; εὐρύτερος δ' ὤμοισιν ἰδὲ στέρνοισιν ἰδέσθαι, breiter, Il. 3, 194; εὐρέες ὦμοι Od. 18, 68; εὐρεῖα σχεδίη 5, 163; [[τεῖχος]] Il. 12, 5; [[κλέος]], weit verbreitetes Gerücht, Od. 23, 137, wie Pind. Ol. 11, 99, der auch das neutr. adv. braucht, εὐρὺ ἀνάσσων, weithin herrschend, Ol. 13, 23; ῥέων, s. das Vorige; εὐρείαις ἐν αὔραις Aesch. Suppl. 850; εὐρέϊ πόντῳ Soph. Tr. 114; εὐρείας φάρ υγγος, vom Kyklopen, Eur. Cycl. 355; κόθορνοι εὐρέες Her. 6, 125; Ggstz [[στενός]], Plat. Legg. V, 737 a; εὐρύτεραι φλέβες Tim. 66 d; Xen. An. 4, 5, 25, u. einzeln, doch selten, bei andern Prosaikern, wie Luc. Tim. 18; – εὐρυτέρως ἔχειν Ar. Lys. 419. – Bei Hom. schrieb Zenodot für οὐρανὸν εὐρύν mehrfach οὐρανὸν αἰπ ύν, s. Lehrz Aristarch. ed..2 p. 165.
}}
{{bailly
|btext=[[εὐρεῖα]], εὐρύ;<br /><b>1</b> large, qui s'étend en largeur;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> qui se répand au loin, vaste, spacieux;<br /><i>Cp.</i> εὐρύτερος.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>skr.</i> váras « largeur », av. vouru « large ».
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐρύς''': εὐρεῖα, εὐρύ· Ἰων. θηλ. εὐρέα (οὐχὶ εὐρέη), Ἡρόδ. 1. 778, [[οὕτως]] ἐν Θεοκρ. 7. 78: γεν. εὐρέος, είας, έος· αἰτ. ἑνικ. παρ’ Ὁμήρ. εὐρὺν καὶ [[ἐνίοτε]] εὐρέᾰ (ἴδε κατωτ.): - γεν. εὐρέος ὡς θηλ., Ἀσίου Ἀποσπ. 2, Ὀππ. Κυν. 3. 323· [[οὕτως]] ὀνομ. πληθ. εὐρέες, Ἀνθ. Π. 9. 413: - πρβλ. [[ἡδύς]], [[θῆλυς]], Näke Χοιρίλ. σ. 74· - Συγκρ. εὐρύτερος, ἴδε κατωτ. (Ἐκ τῆς √ΕΥΡ παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λέξεις εὖρος, [[εὐρύνω]], κτλ.· πρβλ. Σανσκρ. ur-us, θηλ. ur-vi, ur-u-k΄akshâs = [[εὐρύοπα]]). Πλατύς, ἐκτεταμένος, [[εὐρύχωρος]], συχνὸν παρ’ Ὁμ., ἰδίως ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ, τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης, οὐρανὸν εὐρὺν Ἰλ. Γ. 364, κτλ.· εὐρεῖα χθὼν Δ. 182 κτλ.· εὐρέα πόντον Ζ. 291· [[ὡσαύτως]], εὐρέα κόλπον Σ. 140, Φ. 125, κτλ.· εὐρ. σχεδίη Ὀδ. Ε. 163· ὦμοι Ἰλ. Γ. 210, 227, Ὀδ. Σ. 68, κτλ.· ([[οὕτως]], εὐρύτερος δ’ ὤμοισιν ἰδὲ στέρνοισιν ἰδέσθαι Ἰλ. Γ. 194)· [[μετάφρενον]] Κ. 29· [[σάκος]] Λ. 527· [[τεῖχος]] Μ. 5· εὐρυτέρα ὁδὸς Ψ. 427· εὐρὺν ἀγῶνα (ἴδε ἐν λ. [[ἀγών]])· κατά, ἀνά, μετὰ στρατὸν εὐρὺν Ἀχαιῶν Α. 229, 384, 478· - συχνὸν παρ’ ἅπασι τοῖς ποιηταῖς πλὴν τῶν Ἀττ., οἵτινες σχεδὸν δὲν μεταχειρίζονται αὐτὸ εἰμή ἐν λυρικοῖς χωρίοις, ἀλλ’ ἴδε Εὐρ. Ἀποσπ. 913, Ἀριστοφ. Ἱππ. 720· οὐδ’ [[εἶναι]] κοινὸν παρὰ πεζολόγοις, εὐρ. [[τάφρος]] Ἡρόδ. 1. 178· κόθορνοι εὐρέες, ὑποδήματα εὐρύχωρα, 6. 125· οἰκίαι Ξεν. Ἀν. 4. 5, 25· ἀντίθετον τῷ [[στενός]], Πλάτ. Νόμ. 737Α· φλέβες, πόροι ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 66D, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 11, 2· κατὰ εὐρύτερα Πλάτ. Φαίδων 111D. 2) [[μέγας]], φθάνων εἰς μεγάλην ἀπόστασιν, [[κλέος]] εὐρὺ Ὀδ. Ψ. 137· κληδὼν Σιμωνίδ. 84 (59). 6· εὐρ. ἐλπίδες Ἀνθ. Π. 7. 99. ΙΙ. ὡς Ἐπίρρ., τὸ οὐδ. εὐρὺ [[εἶναι]] ἐν πλείστῃ χρήσει, Πίνδ. Ο. 13. 34, κλ.· ― Συγκρ. [[εὐρυτέρως]] ἔχειν Ἀριστοφ. Λτσ. 419· ἴδε [[εὐρυρέων]].
|lstext='''εὐρύς''': εὐρεῖα, εὐρύ· Ἰων. θηλ. εὐρέα (οὐχὶ εὐρέη), Ἡρόδ. 1. 778, [[οὕτως]] ἐν Θεοκρ. 7. 78: γεν. εὐρέος, είας, έος· αἰτ. ἑνικ. παρ’ Ὁμήρ. εὐρὺν καὶ [[ἐνίοτε]] εὐρέᾰ (ἴδε κατωτ.): - γεν. εὐρέος ὡς θηλ., Ἀσίου Ἀποσπ. 2, Ὀππ. Κυν. 3. 323· [[οὕτως]] ὀνομ. πληθ. εὐρέες, Ἀνθ. Π. 9. 413: - πρβλ. [[ἡδύς]], [[θῆλυς]], Näke Χοιρίλ. σ. 74· - Συγκρ. εὐρύτερος, ἴδε κατωτ. (Ἐκ τῆς √ΕΥΡ παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λέξεις εὖρος, [[εὐρύνω]], κτλ.· πρβλ. Σανσκρ. ur-us, θηλ. ur-vi, ur-u-k΄akshâs = [[εὐρύοπα]]). Πλατύς, ἐκτεταμένος, [[εὐρύχωρος]], συχνὸν παρ’ Ὁμ., ἰδίως ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ, τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης, οὐρανὸν εὐρὺν Ἰλ. Γ. 364, κτλ.· εὐρεῖα χθὼν Δ. 182 κτλ.· εὐρέα πόντον Ζ. 291· [[ὡσαύτως]], εὐρέα κόλπον Σ. 140, Φ. 125, κτλ.· εὐρ. σχεδίη Ὀδ. Ε. 163· ὦμοι Ἰλ. Γ. 210, 227, Ὀδ. Σ. 68, κτλ.· ([[οὕτως]], εὐρύτερος δ’ ὤμοισιν ἰδὲ στέρνοισιν ἰδέσθαι Ἰλ. Γ. 194)· [[μετάφρενον]] Κ. 29· [[σάκος]] Λ. 527· [[τεῖχος]] Μ. 5· εὐρυτέρα ὁδὸς Ψ. 427· εὐρὺν ἀγῶνα (ἴδε ἐν λ. [[ἀγών]])· κατά, ἀνά, μετὰ στρατὸν εὐρὺν Ἀχαιῶν Α. 229, 384, 478· - συχνὸν παρ’ ἅπασι τοῖς ποιηταῖς πλὴν τῶν Ἀττ., οἵτινες σχεδὸν δὲν μεταχειρίζονται αὐτὸ εἰμή ἐν λυρικοῖς χωρίοις, ἀλλ’ ἴδε Εὐρ. Ἀποσπ. 913, Ἀριστοφ. Ἱππ. 720· οὐδ’ [[εἶναι]] κοινὸν παρὰ πεζολόγοις, εὐρ. [[τάφρος]] Ἡρόδ. 1. 178· κόθορνοι εὐρέες, ὑποδήματα εὐρύχωρα, 6. 125· οἰκίαι Ξεν. Ἀν. 4. 5, 25· ἀντίθετον τῷ [[στενός]], Πλάτ. Νόμ. 737Α· φλέβες, πόροι ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 66D, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 11, 2· κατὰ εὐρύτερα Πλάτ. Φαίδων 111D. 2) [[μέγας]], φθάνων εἰς μεγάλην ἀπόστασιν, [[κλέος]] εὐρὺ Ὀδ. Ψ. 137· κληδὼν Σιμωνίδ. 84 (59). 6· εὐρ. ἐλπίδες Ἀνθ. Π. 7. 99. ΙΙ. ὡς Ἐπίρρ., τὸ οὐδ. εὐρὺ [[εἶναι]] ἐν πλείστῃ χρήσει, Πίνδ. Ο. 13. 34, κλ.· ― Συγκρ. [[εὐρυτέρως]] ἔχειν Ἀριστοφ. Λτσ. 419· ἴδε [[εὐρυρέων]].
}}
{{bailly
|btext=[[εὐρεῖα]], εὐρύ;<br /><b>1</b> large, qui s'étend en largeur;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> qui se répand au loin, vaste, spacieux;<br /><i>Cp.</i> εὐρύτερος.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>skr.</i> váras « largeur », av. vouru « large ».
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth