3,277,206
edits
m (Text replacement - "ναῡς" to "ναῦς") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=συντελῶ, -έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυντελώ Α<br /><b>1.</b> [[συμβάλλω]], [[συντείνω]], [[συνεργώ]] στο να γίνει [[κάτι]], [[υποβοηθώ]] (α. «η [[ανεργία]] συντελεί στην [[αύξηση]] της εγκληματικότητας» β. «λοιπῶν δὲ περὶ τῶν εἰς τὴν γένεσιν συντελούντων μορίων εἰπεῖν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>συντελούμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />βρίσκομαι στο [[γίγνεσθαι]], [[γίνομαι]] (α. «συντελούνται βαθιές αλλαγές» β. «τὰς συντελουμένας φάσεις», Πλωτ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «συντελεσμένος [[μέλλοντας]]»<br /><b>γραμμ.</b> [[χρόνος]] που δηλώνει ότι η [[ενέργεια]] του ρήματος θα έχει ολοκληρωθεί σε μια δεδομένη [[στιγμή]] στο [[μέλλον]]<br />β) «συντελεσμένοι χρόνοι»<br /><b>γραμμ.</b> ο [[παρακείμενος]], ο [[υπερσυντέλικος]] και ο συντελεσμένος [[μέλλοντας]], αλλ. τετελεσμένοι χρόνοι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποπερατώνω]], [[αποτελειώνω]], [[ολοκληρώνω]] από κοινού (α. «τὴν μὲν [[δαπάνη]] ν ἑξή [[κοντά]] τάλαντα συντελῇ», <b>Δημοσθ.</b><br />β. «συντελεσθῆναι τὰς ναῦς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με λόγο) [[εκπληρώνω]], [[εκτελώ]]<br /><b>3.</b> [[διαπράττω]]<br /><b>4.</b> [[συγκαλώ]] («τὰς [[συνόδους]] καὶ τὰ [[διαβούλια]] συντελεῖν ἐν κοινῷ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> (σχετικά με [[ιερή]] [[τελετή]] ή εορτασμό) [[τελώ]] από κοινού<br /><b>6.</b> [[συνεισφέρω]] σε δημόσιες δαπάνες<br /><b>7.</b> (με δοτ.) [[είμαι]] [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]]<br /><b>8.</b> (στην αρχ. Αθήνα) [[ανήκω]] ή κατατάσσομαι σε μια φορολογική [[κατηγορία]] πολιτών («ἀλλ' εἰς τοὺς νόθους | |mltxt=συντελῶ, -έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυντελώ Α<br /><b>1.</b> [[συμβάλλω]], [[συντείνω]], [[συνεργώ]] στο να γίνει [[κάτι]], [[υποβοηθώ]] (α. «η [[ανεργία]] συντελεί στην [[αύξηση]] της εγκληματικότητας» β. «λοιπῶν δὲ περὶ τῶν εἰς τὴν γένεσιν συντελούντων μορίων εἰπεῖν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>συντελούμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />βρίσκομαι στο [[γίγνεσθαι]], [[γίνομαι]] (α. «συντελούνται βαθιές αλλαγές» β. «τὰς συντελουμένας φάσεις», Πλωτ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «συντελεσμένος [[μέλλοντας]]»<br /><b>γραμμ.</b> [[χρόνος]] που δηλώνει ότι η [[ενέργεια]] του ρήματος θα έχει ολοκληρωθεί σε μια δεδομένη [[στιγμή]] στο [[μέλλον]]<br />β) «συντελεσμένοι χρόνοι»<br /><b>γραμμ.</b> ο [[παρακείμενος]], ο [[υπερσυντέλικος]] και ο συντελεσμένος [[μέλλοντας]], αλλ. τετελεσμένοι χρόνοι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποπερατώνω]], [[αποτελειώνω]], [[ολοκληρώνω]] από κοινού (α. «τὴν μὲν [[δαπάνη]] ν ἑξή [[κοντά]] τάλαντα συντελῇ», <b>Δημοσθ.</b><br />β. «συντελεσθῆναι τὰς ναῦς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με λόγο) [[εκπληρώνω]], [[εκτελώ]]<br /><b>3.</b> [[διαπράττω]]<br /><b>4.</b> [[συγκαλώ]] («τὰς [[συνόδους]] καὶ τὰ [[διαβούλια]] συντελεῖν ἐν κοινῷ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> (σχετικά με [[ιερή]] [[τελετή]] ή εορτασμό) [[τελώ]] από κοινού<br /><b>6.</b> [[συνεισφέρω]] σε δημόσιες δαπάνες<br /><b>7.</b> (με δοτ.) [[είμαι]] [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]]<br /><b>8.</b> (στην αρχ. Αθήνα) [[ανήκω]] ή κατατάσσομαι σε μια φορολογική [[κατηγορία]] πολιτών («ἀλλ' εἰς τοὺς νόθους ἐκεῖ συντελεῖ», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>9.</b> (για [[πόλη]]) [[είμαι]] φόρου [[υποτελής]] [[μαζί]] με [[άλλη]]<br /><b>10.</b> (με κακή σημ.) [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]]<br /><b>11.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[συνέρχομαι]] [[μαζί]] με άλλους για από κοινού [[τέλεση]] πράξης («διὸ καὶ τῶν νόθων εἰς τὸ [[Κυνόσαργες]] συντελούντων», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>τελῶ</i> «[[τελειώνω]], [[επιτελώ]]» (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]])]. | ||
}} | }} |