διακρίνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0584.png Seite 584]] (s. [[κρίνω]]), [[trennen]], sondern, absondern, [[scheiden]], auseinanderbringen. Bei Homer stets in dieser ursprünglichen Bedeutung: 1) Activ.: Iliad. 2, 475 ὥς τ' αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν αἰπόλοι ἄνδρες [[ῥεῖα]] διακρίνωσιν, [[ἐπεί]] κε νομῷ μιγέωσιν; Odyss. 8, 195 και κ' [[ἀλαός]] τοι, ξεῖνε, διακρίνειε τὸ [[σῆμα]] ἀμφαφόων, ἐπεὶ οὔ τι μεμιγμένον ἐστὶν ὁμίλῳ, ἀλλὰ πολὺ πρῶτον; 4, 179 [[οὐδέ]] κεν ἡμέας ἄλλο διέκρινεν φιλέοντέ τε τερπομένω τε, [[πρίν]] γ' ὅτε δὴ θανάτοιο [[μέλαν]] [[νέφος]] ἀμφεκάλυψεν; besonders Kämpfende auseinanderbringen: Iliad. 2, 387 εἰ μὴ νὺξ ἐλθοῦσα διακρινέει [[μένος]] ἀνδρῶν; 7, 292 [[ὕστερον]] [[αὖτε]] μαχησόμεθ', εἰς ὅ κε [[δαίμων]] [[ἄμμε]] διακρίνῃ, δώῃ δ' ἑτέροισί γε νίκην; 17, 531 [[καί]] νύ κε δὴ ξιφέεσσ' αὐτοσχεδὸν ὁρμηθήτην, εἰ μή σφω' Αἴαντε διέκριναν μεμαῶτε. – 2) Passiv.: Odyss. 9, 220 στείνοντο δὲ σηκοὶ ἀρνῶν ἠδ' ἐρίφων· διακεκριμέναι δὲ ἕκασται έρχατο, χωρὶς μὲν πρόγονοι, χωρὶς δὲ [[μέτασσαι]], χωρὶς δ' αὖθ' ἕρσαι; Iliad 2, 815 [[ἔνθα]] [[τότε]] Τρῶές τε διέκριθεν ἠδ' ἐπίκουροι; von Kämpfenden: Iliad. 7, 306 τὼ δὲ διακρινθέντε ὁ μὲν μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν ἤι', ὁ δ' ἐς Τρώων ὅμαδον κίε; 3, 98. 102 [[φρονέω]] δὲ διακρινθήμεναι [[ἤδη]] Ἀργείους καὶ Τρῶας, ἐπεὶ κακὰ πολλὰ πέποσθε εἵνεκ' ἐμῆς ἔριδος καὶ Ἀλεξάνδρου ἕνεκ' ἀρχῆς. ἡμέων δ' ὁπποτέρῳ [[θάνατος]] καὶ [[μοῖρα]] τέτυκται, 102 τεθναίη· ἄλλοι δὲ δια κρινθεῖτε τάχιστα: zu vs. 102 vgl Scholl. Herodian.; zu vs. 99 Scholl. Aristonic. [[Ἀργείους καὶ Τρῶας]]: ἡ [[διπλῆ]] περιστιγμένη, ὅτι Ζηνόδοτος γράφει [[Ἀργεῖοι καὶ Τρῶες]], ὡς ἀποστροφῆς τοῦ λόγου γεγονυίας πρὸς αὐτούς. ἔστι δὲ τὸ διακρινθῆναι [[διχῶς]] χωρισθῆναι· ὁ δὲ Ζηνόδοτος συνήθως ἡμῖν τέταχεν (»puto pro judicium subire« Lehrs Aristarch. p. 151). – 3) Medium in passiver Bedeutung: Odyss. 18, 149 οὐ γὰρ [[ἀναιμωτί]] γε διακρινέεσθαι ὀίω μνηστῆρας καὶ κεῖνον, [[ἐπεί]] κε [[μέλαθρον]] ὑπέλθῃ; 20, 180 [[πάντως]] [[οὐκέτι]] νῶι διακρινέεσθαι ὀίω πρὶν χειρῶν γεύσασθαι. – Bei den Folgenden: 1) von einander absondern, aus- u. unterscheiden, trennen; οὐδένα Her. 3, 39; διακρινομένη στρατιὴ ἐσχίζετο 8, 34; αἵρεσιν 1, 11; στήμονας συγκεχυμένους Plat. Crat. 388 b; φίλην καὶ ἐχθράν Rep. II, 376 b; κατὰ [[γένος]] Soph. 253 e; Ggstz συγκρίνειν Phaed. 72 c; auch med. so, διακεκρίμεθα χωρὶς τάς τε καθαρὰς ἡδονὰς καὶ τὰς ἀκαθάρτους Phil. 32 a; vgl. 46 b; τὴν κόμην, das Haar scheiteln, Plut. Rom. 15; auch τινός, von etwas, Ap. Rh. 3, 1129. – 2) entscheiden, beurtheilen, λόγον ἀνθρώπων, ὀρθᾷ φρενί, Pind. P. 1, 68 Ol. 8. 24; Her. 7, 54; Ἅιδης διακρίνει τοῦτο Ar. Vesp. 763; oft bei Plat., τὴν δίκην Legg. XI, 937 b; διέκρινε καὶ διεξῄει τὰ ἐρωτώμενα Prot. 315 c; [[ὁπότερος]] ἀληθῆ λέγει Lach. 186 e; τὸν νικῶντα χει ροτονίαις Legg. II, 659 b; u. so Folgde. Auch med., διακρινώμεθα [[νεῖκος]] Hes. O. 35. – Pass., bes. aor. διεκρίθην, getrennt werden, aus einander kommen, Her. 7, 219; ἐκ τῆς ναυμαχίης 8, 18; ἀπ' [[ἀλλήλων]] Thuc. 1, 105; aber οὐδὲν ἔτι διεκέκριτο, 1, 49, es wurde kein Unterschied mehr gemacht; einen Streit beilegen; [[πόλεμος]] διακριθήσεται Her. 7, 206; [[περί]] τινος Plat. Euth. 7 c; Legg. XII, 956 c; aber auch = in Streit mit Jemand gerathen, kämpfen, μάχῃ [[πρός]] τινα Her. 9, 58; ὅπλοις ἢ λόγοις, ausmachen, Dem. 12. 17 (epist. Phil.); περὶ τῶν ὅλων Pol. 3, 111; vgl. 2, 22, 11. 18, 35, 4; abs., sich streiten, Ath. XII, 554 c; – zweifeln, N. T.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0584.png Seite 584]] (s. [[κρίνω]]), [[trennen]], sondern, absondern, [[scheiden]], auseinanderbringen. Bei Homer stets in dieser ursprünglichen Bedeutung: 1) Activ.: Iliad. 2, 475 ὥς τ' αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν αἰπόλοι ἄνδρες [[ῥεῖα]] διακρίνωσιν, [[ἐπεί]] κε νομῷ μιγέωσιν; Odyss. 8, 195 και κ' [[ἀλαός]] τοι, ξεῖνε, διακρίνειε τὸ [[σῆμα]] ἀμφαφόων, ἐπεὶ οὔ τι μεμιγμένον ἐστὶν ὁμίλῳ, ἀλλὰ πολὺ πρῶτον; 4, 179 [[οὐδέ]] κεν ἡμέας ἄλλο διέκρινεν φιλέοντέ τε τερπομένω τε, [[πρίν]] γ' ὅτε δὴ θανάτοιο [[μέλαν]] [[νέφος]] ἀμφεκάλυψεν; besonders Kämpfende auseinanderbringen: Iliad. 2, 387 εἰ μὴ νὺξ ἐλθοῦσα διακρινέει [[μένος]] ἀνδρῶν; 7, 292 [[ὕστερον]] [[αὖτε]] μαχησόμεθ', εἰς ὅ κε [[δαίμων]] [[ἄμμε]] διακρίνῃ, δώῃ δ' ἑτέροισί γε νίκην; 17, 531 [[καί]] νύ κε δὴ ξιφέεσσ' αὐτοσχεδὸν ὁρμηθήτην, εἰ μή σφω' Αἴαντε διέκριναν μεμαῶτε. – 2) Passiv.: Odyss. 9, 220 στείνοντο δὲ σηκοὶ ἀρνῶν ἠδ' ἐρίφων· διακεκριμέναι δὲ ἕκασται έρχατο, χωρὶς μὲν πρόγονοι, χωρὶς δὲ [[μέτασσαι]], χωρὶς δ' αὖθ' ἕρσαι; Iliad 2, 815 [[ἔνθα]] [[τότε]] Τρῶές τε διέκριθεν ἠδ' ἐπίκουροι; von Kämpfenden: Iliad. 7, 306 τὼ δὲ διακρινθέντε ὁ μὲν μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν ἤι', ὁ δ' ἐς Τρώων ὅμαδον κίε; 3, 98. 102 [[φρονέω]] δὲ διακρινθήμεναι [[ἤδη]] Ἀργείους καὶ Τρῶας, ἐπεὶ κακὰ πολλὰ πέποσθε εἵνεκ' ἐμῆς ἔριδος καὶ Ἀλεξάνδρου ἕνεκ' ἀρχῆς. ἡμέων δ' ὁπποτέρῳ [[θάνατος]] καὶ [[μοῖρα]] τέτυκται, 102 τεθναίη· ἄλλοι δὲ δια κρινθεῖτε τάχιστα: zu vs. 102 vgl Scholl. Herodian.; zu vs. 99 Scholl. Aristonic. [[Ἀργείους καὶ Τρῶας]]: ἡ [[διπλῆ]] περιστιγμένη, ὅτι Ζηνόδοτος γράφει [[Ἀργεῖοι καὶ Τρῶες]], ὡς ἀποστροφῆς τοῦ λόγου γεγονυίας πρὸς αὐτούς. ἔστι δὲ τὸ διακρινθῆναι [[διχῶς]] χωρισθῆναι· ὁ δὲ Ζηνόδοτος συνήθως ἡμῖν τέταχεν (»puto pro judicium subire« Lehrs Aristarch. p. 151). – 3) Medium in passiver Bedeutung: Odyss. 18, 149 οὐ γὰρ [[ἀναιμωτί]] γε διακρινέεσθαι ὀίω μνηστῆρας καὶ κεῖνον, [[ἐπεί]] κε [[μέλαθρον]] ὑπέλθῃ; 20, 180 [[πάντως]] [[οὐκέτι]] νῶι διακρινέεσθαι ὀίω πρὶν χειρῶν γεύσασθαι. – Bei den Folgenden: 1) von einander absondern, aus- u. unterscheiden, trennen; οὐδένα Her. 3, 39; διακρινομένη στρατιὴ ἐσχίζετο 8, 34; αἵρεσιν 1, 11; στήμονας συγκεχυμένους Plat. Crat. 388 b; φίλην καὶ ἐχθράν Rep. II, 376 b; κατὰ [[γένος]] Soph. 253 e; Ggstz συγκρίνειν Phaed. 72 c; auch med. so, διακεκρίμεθα χωρὶς τάς τε καθαρὰς ἡδονὰς καὶ τὰς ἀκαθάρτους Phil. 32 a; vgl. 46 b; τὴν κόμην, das Haar scheiteln, Plut. Rom. 15; auch τινός, von etwas, Ap. Rh. 3, 1129. – 2) entscheiden, beurtheilen, λόγον ἀνθρώπων, ὀρθᾷ φρενί, Pind. P. 1, 68 Ol. 8. 24; Her. 7, 54; Ἅιδης διακρίνει τοῦτο Ar. Vesp. 763; oft bei Plat., τὴν δίκην Legg. XI, 937 b; διέκρινε καὶ διεξῄει τὰ ἐρωτώμενα Prot. 315 c; [[ὁπότερος]] ἀληθῆ λέγει Lach. 186 e; τὸν νικῶντα χει ροτονίαις Legg. II, 659 b; u. so Folgde. Auch med., διακρινώμεθα [[νεῖκος]] Hes. O. 35. – Pass., bes. aor. διεκρίθην, getrennt werden, aus einander kommen, Her. 7, 219; ἐκ τῆς ναυμαχίης 8, 18; ἀπ' [[ἀλλήλων]] Thuc. 1, 105; aber οὐδὲν ἔτι διεκέκριτο, 1, 49, es wurde kein Unterschied mehr gemacht; einen Streit beilegen; [[πόλεμος]] διακριθήσεται Her. 7, 206; [[περί]] τινος Plat. Euth. 7 c; Legg. XII, 956 c; aber auch = in Streit mit Jemand gerathen, kämpfen, μάχῃ [[πρός]] τινα Her. 9, 58; ὅπλοις ἢ λόγοις, ausmachen, Dem. 12. 17 (epist. Phil.); περὶ τῶν ὅλων Pol. 3, 111; vgl. 2, 22, 11. 18, 35, 4; abs., sich streiten, Ath. XII, 554 c; – zweifeln, N. T.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διακρινῶ, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> séparer l'un de l'autre, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> séparer en deux, séparer (deux armées, deux combattants, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> séparer les uns des autres;<br /><b>3</b> séparer en ses éléments primitifs;<br /><b>II.</b> distinguer, <i>d'où</i><br /><b>1</b> discerner par la vue;<br /><b>2</b> distinguer : οὐδένα διακρίνων HDT sans distinction de personnes;<br /><b>III.</b> <i>p. ext.</i> décider, <i>d'où</i><br /><b>1</b> rendre un arrêt, décider, juger;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> décider : [[οὐκ]] ἔχειν διακρῖναι [[εἰ]] … [[οὔτε]] [[εἰ]] HDT ne pouvoir décider si … ou si ; [[πόλεμος]] διακριθήσεται HDT la guerre sera décidée, <i>càd</i> terminée ; <i>Pass.</i> faire décider (une querelle) : μάχῃ διακριθῆναι [[πρός]] τινα HDT décider une querelle en se mesurant avec qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> διακρίνομαι;<br /><b>1</b> distinguer;<br /><b>2</b> décider, trancher : δ. [[Ἄρηϊ]] THCR décider par la force des armes.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κρίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διακρίνω''': μέλλ. -κρῐνῶ (ἴδε [[κρίνω]]): - [[χωρίζω]] τὸ ἓν ἀπὸ τοῦ ἄλλου, [[διαχωρίζω]], ὥστ’ αἰπόλια… αἰπόλοι ἄνδρες [[ῥεῖα]] διακρίνωσιν Ἰλ. Β. 475· [[διαχωρίζω]], [[ἀποχωρίζω]], «ξεχωρίζω» τοὺς διαμαχομένους, [[εἰσόκε]] [[δαίμων]] ἄμμε διακρίνη Η. 292, κτλ.· εἰ μὴ νύξ… διακρινέει [[μένος]] ἀνδρῶν Β. 387, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 18· δ. φιλέοντε Ὀδ. Δ. 179· [[ὡσαύτως]], στήμονας συγκεχυμένους δ. Πλάτ. Κρατ. 388Β· δ. τὴν κόμην, διαχωρίζειν, Πλάτ. Ρωμ. 15. - Παθ., διαχωρίζομαι, ἐπὶ διαμαχομένων, διακρινθήμεναι ἤδη Ἀργείους καὶ Τρῶας (Ἐπ. ἀπαρ. τοῦ παθ. ἀορ. α΄) Ἰλ. Γ. 98, πρβλ. 102, Η. 306, κτλ.· οὕτω καὶ κατὰ μέσ. μέλλ., διακρινέεσθαι Ὀδ. Σ. 149, Υ. 180· διακριθῆναι ἀπ’ [[ἀλλήλων]] Θουκ. 1.105, πρβλ. 3.9· διακρίνεσθαι πρὸς…, διαχωριζόμεθα καὶ ἑνούμεθα πρὸς διαφόρους μερίδας, ὁ αὐτ. 1.18. 2) παρὰ τοῖς παλαιοῖς φιλοσόφοις, [[χωρίζω]] ἢ [[διαλύω]] εἰς τὰ στοιχειώδη μέρη, ἀντίθ. [[συγκρίνω]], Ἀναξαγ. παρ’ Ἀριστ. Φυς. 8.9, 7, Ἐμπεδ. ἐν Μεταφ. 1.4, 8· - συχν. ἐν τῷ παθ., Ἐπίχ. 126 Ahr., Πλάτ. Φαίδωνι 71Β, Παρμ. 157Α, κτλ. ΙΙ. [[διακρίνω]], [[βλέπω]] [[καλῶς]], Λατ. discernere, καί κ’ ἀλαὸς… διακρίνειε τὸ [[σῆμα]] Ὀδ. Θ. 195· οὐδένα διακρίνων, [[ἄνευ]] διακρίσεως προσώπων, Ἡρόδ. 3.39· δ. τὴν κρόκην καὶ τοὺς στήμονας Πλάτ. Κρατ. 388Β· οὐχὶ δ. τὴν πενιχρὰν ἢ πλουσίαν Διόδωρος Ἐπικλήρ. 1.8· [[ὡσαύτως]], δ. τί τινος Πλάτ. Τιμ. 58Β, κτλ.· - ἀπολ., [[κάμνω]] διάκρισιν, ἡ [[νοῦσος]] διακρίνει ἐν οὐδενὶ Ἱππ. 486.32· οὕτω δὲ καὶ ἐν τῷ παθ. πρκμ., διακεκρίμεθα τάς τε καθαρὰς ἡδονὰς και… Πλάτ. Φιλήβ. 52C· ἀλλ’ ὁ ὑπερσυντέλ. μετὰ παθ. σημασ., διεκέκριτο οὐδέν, οὐδεμία [[διάκρισις]] εἶχε γείνει, Θουκ. 1.49. ΙΙΙ. τακτοποιῶ, διαθέτω, ἀποφασίζω, [[ὁρίζω]], Πίνδ. Ο. 8. 32· δ. δίκας Ἡρόδ. 1.100· διά τε κρίνουσι θέμιστας Θεόκρ. 25.46· [[ὡσαύτως]] [[ὁρίζω]] πυρετόν, ἀποφασίζω περὶ [[αὐτοῦ]] ἐκ τῆς κρίσεως εἰς ἣν ἦλθεν, Ἱππ. 137· δ. αἵρεσιν Ἡρόδ. 1.11· δ. εἰ… ὁ αὐτ. 7.54· δ. [[περί]] τινος Ἀριστοφ. Ὄρν. 719. - Μέσ., [[νεῖκος]] δ., [[διαχωρίζω]], [[διαλύω]] τὴν φιλονικίαν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 35· τὸ ζητούμενον Πλάτ. Φιλήβ. 46Β· [[ταῦτα]]… [[ὅπως]] ποτὲ ἔχει δ. Δημ. 890.1. - Παθ., ἐπὶ προσώπων, [[ἔρχομαι]] εἰς απόφασιν, ἀποφασίζω, ἐπέεσσί γε νηπυτίοισιν ὧδε διακρινθέντε Ἰλ. Υ. 212· αἴ τινι τᾶν πολίων ᾖ ἀμφίλογα, διακριθῆμεν, Συνθήκ. Δωρ. παρὰ Θουκ. 5.79· διακριθεῖμεν [[περί]] τινος Πλάτ. Εὐθύφρ. 7C· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ διαμαχομένων, μάχῃ διακριθῆναι [[πρός]] τινα Ἡρόδ. 9.58· [[πρός]] τινα ὑπέρ τινος Ἑβδ. (Ἰωήλ, 3.2)· ὅπλοις ἢ λόγοις διακρίνεσθαι Φίλιππ. παρὰ Δημ. 163.15. διακρίνεσθαι ἀπολ., Λατ. decertare, Πολύβ. 3.111, 2· τινι, [[πρός]] τινα, Ἐπ. Ἰούδ. 9· - μετὰ πλήρους παθ. σημασ., [[πόλεμος]] διακριθήσεται Ἡρόδ. 7.206. IV. [[ἀποχωρίζω]] [τόπον τινὰ] δι’ ἱεροὺς σκοπούς, Πίνδ. Ο. 10 (11), 56. V. [[ἑρμηνεύω]] (χρησμόν, [[ὄνειρον]]), Ἰοῦγκος παρὰ Στοβ. 598. 43. VΙ. Μέσ. καὶ παθ., [[ἀμφιβάλλω]], [[διστάζω]], μηδὲν διακρινόμενος Πράξ. Ἀποστ. ι’, 20, ια’, 12· μὴ διακριθῆτε Εὐαγγ. κ. Ματθ. κα´, 21, πρβλ. Ἐπ. π. Ρωμ. δ´, 20· - πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 442.
|lstext='''διακρίνω''': μέλλ. -κρῐνῶ (ἴδε [[κρίνω]]): - [[χωρίζω]] τὸ ἓν ἀπὸ τοῦ ἄλλου, [[διαχωρίζω]], ὥστ’ αἰπόλια… αἰπόλοι ἄνδρες [[ῥεῖα]] διακρίνωσιν Ἰλ. Β. 475· [[διαχωρίζω]], [[ἀποχωρίζω]], «ξεχωρίζω» τοὺς διαμαχομένους, [[εἰσόκε]] [[δαίμων]] ἄμμε διακρίνη Η. 292, κτλ.· εἰ μὴ νύξ… διακρινέει [[μένος]] ἀνδρῶν Β. 387, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 18· δ. φιλέοντε Ὀδ. Δ. 179· [[ὡσαύτως]], στήμονας συγκεχυμένους δ. Πλάτ. Κρατ. 388Β· δ. τὴν κόμην, διαχωρίζειν, Πλάτ. Ρωμ. 15. - Παθ., διαχωρίζομαι, ἐπὶ διαμαχομένων, διακρινθήμεναι ἤδη Ἀργείους καὶ Τρῶας (Ἐπ. ἀπαρ. τοῦ παθ. ἀορ. α΄) Ἰλ. Γ. 98, πρβλ. 102, Η. 306, κτλ.· οὕτω καὶ κατὰ μέσ. μέλλ., διακρινέεσθαι Ὀδ. Σ. 149, Υ. 180· διακριθῆναι ἀπ’ [[ἀλλήλων]] Θουκ. 1.105, πρβλ. 3.9· διακρίνεσθαι πρὸς…, διαχωριζόμεθα καὶ ἑνούμεθα πρὸς διαφόρους μερίδας, ὁ αὐτ. 1.18. 2) παρὰ τοῖς παλαιοῖς φιλοσόφοις, [[χωρίζω]] ἢ [[διαλύω]] εἰς τὰ στοιχειώδη μέρη, ἀντίθ. [[συγκρίνω]], Ἀναξαγ. παρ’ Ἀριστ. Φυς. 8.9, 7, Ἐμπεδ. ἐν Μεταφ. 1.4, 8· - συχν. ἐν τῷ παθ., Ἐπίχ. 126 Ahr., Πλάτ. Φαίδωνι 71Β, Παρμ. 157Α, κτλ. ΙΙ. [[διακρίνω]], [[βλέπω]] [[καλῶς]], Λατ. discernere, καί κ’ ἀλαὸς… διακρίνειε τὸ [[σῆμα]] Ὀδ. Θ. 195· οὐδένα διακρίνων, [[ἄνευ]] διακρίσεως προσώπων, Ἡρόδ. 3.39· δ. τὴν κρόκην καὶ τοὺς στήμονας Πλάτ. Κρατ. 388Β· οὐχὶ δ. τὴν πενιχρὰν ἢ πλουσίαν Διόδωρος Ἐπικλήρ. 1.8· [[ὡσαύτως]], δ. τί τινος Πλάτ. Τιμ. 58Β, κτλ.· - ἀπολ., [[κάμνω]] διάκρισιν, ἡ [[νοῦσος]] διακρίνει ἐν οὐδενὶ Ἱππ. 486.32· οὕτω δὲ καὶ ἐν τῷ παθ. πρκμ., διακεκρίμεθα τάς τε καθαρὰς ἡδονὰς και… Πλάτ. Φιλήβ. 52C· ἀλλ’ ὁ ὑπερσυντέλ. μετὰ παθ. σημασ., διεκέκριτο οὐδέν, οὐδεμία [[διάκρισις]] εἶχε γείνει, Θουκ. 1.49. ΙΙΙ. τακτοποιῶ, διαθέτω, ἀποφασίζω, [[ὁρίζω]], Πίνδ. Ο. 8. 32· δ. δίκας Ἡρόδ. 1.100· διά τε κρίνουσι θέμιστας Θεόκρ. 25.46· [[ὡσαύτως]] [[ὁρίζω]] πυρετόν, ἀποφασίζω περὶ [[αὐτοῦ]] ἐκ τῆς κρίσεως εἰς ἣν ἦλθεν, Ἱππ. 137· δ. αἵρεσιν Ἡρόδ. 1.11· δ. εἰ… ὁ αὐτ. 7.54· δ. [[περί]] τινος Ἀριστοφ. Ὄρν. 719. - Μέσ., [[νεῖκος]] δ., [[διαχωρίζω]], [[διαλύω]] τὴν φιλονικίαν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 35· τὸ ζητούμενον Πλάτ. Φιλήβ. 46Β· [[ταῦτα]]… [[ὅπως]] ποτὲ ἔχει δ. Δημ. 890.1. - Παθ., ἐπὶ προσώπων, [[ἔρχομαι]] εἰς απόφασιν, ἀποφασίζω, ἐπέεσσί γε νηπυτίοισιν ὧδε διακρινθέντε Ἰλ. Υ. 212· αἴ τινι τᾶν πολίων ᾖ ἀμφίλογα, διακριθῆμεν, Συνθήκ. Δωρ. παρὰ Θουκ. 5.79· διακριθεῖμεν [[περί]] τινος Πλάτ. Εὐθύφρ. 7C· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ διαμαχομένων, μάχῃ διακριθῆναι [[πρός]] τινα Ἡρόδ. 9.58· [[πρός]] τινα ὑπέρ τινος Ἑβδ. (Ἰωήλ, 3.2)· ὅπλοις ἢ λόγοις διακρίνεσθαι Φίλιππ. παρὰ Δημ. 163.15. διακρίνεσθαι ἀπολ., Λατ. decertare, Πολύβ. 3.111, 2· τινι, [[πρός]] τινα, Ἐπ. Ἰούδ. 9· - μετὰ πλήρους παθ. σημασ., [[πόλεμος]] διακριθήσεται Ἡρόδ. 7.206. IV. [[ἀποχωρίζω]] [τόπον τινὰ] δι’ ἱεροὺς σκοπούς, Πίνδ. Ο. 10 (11), 56. V. [[ἑρμηνεύω]] (χρησμόν, [[ὄνειρον]]), Ἰοῦγκος παρὰ Στοβ. 598. 43. VΙ. Μέσ. καὶ παθ., [[ἀμφιβάλλω]], [[διστάζω]], μηδὲν διακρινόμενος Πράξ. Ἀποστ. ι’, 20, ια’, 12· μὴ διακριθῆτε Εὐαγγ. κ. Ματθ. κα´, 21, πρβλ. Ἐπ. π. Ρωμ. δ´, 20· - πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 442.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διακρινῶ, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> séparer l'un de l'autre, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> séparer en deux, séparer (deux armées, deux combattants, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> séparer les uns des autres;<br /><b>3</b> séparer en ses éléments primitifs;<br /><b>II.</b> distinguer, <i>d'où</i><br /><b>1</b> discerner par la vue;<br /><b>2</b> distinguer : οὐδένα διακρίνων HDT sans distinction de personnes;<br /><b>III.</b> <i>p. ext.</i> décider, <i>d'où</i><br /><b>1</b> rendre un arrêt, décider, juger;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> décider : [[οὐκ]] ἔχειν διακρῖναι [[εἰ]] … [[οὔτε]] [[εἰ]] HDT ne pouvoir décider si … ou si ; [[πόλεμος]] διακριθήσεται HDT la guerre sera décidée, <i>càd</i> terminée ; <i>Pass.</i> faire décider (une querelle) : μάχῃ διακριθῆναι [[πρός]] τινα HDT décider une querelle en se mesurant avec qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> διακρίνομαι;<br /><b>1</b> distinguer;<br /><b>2</b> décider, trancher : δ. [[Ἄρηϊ]] THCR décider par la force des armes.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κρίνω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth