διαβολικός: Difference between revisions

m
pape replacement
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διαβολικός]], -ή -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διάβολο, αυτός που έχει τις ιδιότητες του διαβόλου, ο [[σατανικός]]<br /><b>2.</b> [[κακεντρεχής]], [[δόλιος]], [[μοχθηρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει την [[τάση]] ή τη [[διάθεση]] να διαβάλλει.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διαβολικός]], -ή -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διάβολο, αυτός που έχει τις ιδιότητες του διαβόλου, ο [[σατανικός]]<br /><b>2.</b> [[κακεντρεχής]], [[δόλιος]], [[μοχθηρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει την [[τάση]] ή τη [[διάθεση]] να διαβάλλει.
}}
{{pape
|ptext=ή, όν, <i>[[verleumderisch]]</i>, Clem.Al. und andere Spätere
}}
}}