αὐθυπόστατος: Difference between revisions

m
pape replacement
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[αὐθυπόστατος]], -ον)<br />αυτός που έχει δική του [[υπόσταση]], που υπάρχει καθ' εαυτόν<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν εξαρτάται από άλλον («αυθυπόστατη [[επιχείρηση]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυθ</i>- ([[πρβλ]]. <i>αυτο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[υποστατός]] <span style="color: red;"><</span> [[υφίσταμαι]]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[αὐθυπόστατος]], -ον)<br />αυτός που έχει δική του [[υπόσταση]], που υπάρχει καθ' εαυτόν<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν εξαρτάται από άλλον («αυθυπόστατη [[επιχείρηση]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυθ</i>- ([[πρβλ]]. <i>αυτο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[υποστατός]] <span style="color: red;"><</span> [[υφίσταμαι]]].
}}
{{pape
|ptext=Erkl. zu [[αὐθύπαρκτος]], Hesych.; [[σῶμα]] <i>Schol. Plat. Rep</i>. VIII.381.
}}
}}