ἀλφάνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0111.png Seite 111]] VLL. auch ἀλφαίνω, erkl. [[εὑρίσκω]], Hom. nur aor. 2, viermal, Iliad. 21, 79 ἑκατόμβοιον δέ τοι ἦλφον, brachte ich dir ein; Od. 15, 453 ὁ δ' ὕμιν μυρίον ὦνον ἄλφοι; 17, 250 ἵνα μοι βίοτον πολὺν ἄλφοι; 20, 383 τοὺς ξείνους ἐν νηὶ πολυκλήιδι βαλόντες ἐς Σικελοὺς πέμψωμεν, [[ὅθεν]] κέ τοι ἄξιον ἄλφοι, der sing. auffallend, die Verse 381 – 383 sind unächt, das ἄλφοι war formelhaft geworden u. ward vom Nachdichter unpassend gebraucht, intransit. = einkommen möchte, oder mit Bezug auf den einen der ξεῖνοι, welcher zu der Rede Anlaß gab. – Praes. Eur. Med. 297 φθόνον πρὸς ἀστῶν ἀλφάνουσι, sich zuziehen; frgmtt. comicc. bei Suid.; Arist. frg. εἶπέν μ' ὁ [[κήρυξ]], [[οὗτος]] ἀλφάνει heißt wohl: der hat es erstanden; B. A. 382 erkl. εὑρίσκειν u. führt aus Eupol. an ἀποκηρύξει τις ὅ τι ἂν ἀλφάνῃ, quovis pretio.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0111.png Seite 111]] VLL. auch ἀλφαίνω, erkl. [[εὑρίσκω]], Hom. nur aor. 2, viermal, Iliad. 21, 79 ἑκατόμβοιον δέ τοι ἦλφον, brachte ich dir ein; Od. 15, 453 ὁ δ' ὕμιν μυρίον ὦνον ἄλφοι; 17, 250 ἵνα μοι βίοτον πολὺν ἄλφοι; 20, 383 τοὺς ξείνους ἐν νηὶ πολυκλήιδι βαλόντες ἐς Σικελοὺς πέμψωμεν, [[ὅθεν]] κέ τοι ἄξιον ἄλφοι, der sing. auffallend, die Verse 381 – 383 sind unächt, das ἄλφοι war formelhaft geworden u. ward vom Nachdichter unpassend gebraucht, intransit. = einkommen möchte, oder mit Bezug auf den einen der ξεῖνοι, welcher zu der Rede Anlaß gab. – Praes. Eur. Med. 297 φθόνον πρὸς ἀστῶν ἀλφάνουσι, sich zuziehen; frgmtt. comicc. bei Suid.; Arist. frg. εἶπέν μ' ὁ [[κήρυξ]], [[οὗτος]] ἀλφάνει heißt wohl: der hat es erstanden; B. A. 382 erkl. εὑρίσκειν u. führt aus Eupol. an ἀποκηρύξει τις ὅ τι ἂν ἀλφάνῃ, quovis pretio.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> [[ἦλφον]];<br />gagner, obtenir ; procurer : τινί [[τι]] qch à qqn ; φθόνον ἀλφάνειν EUR exciter l'envie.<br />'''Étymologie:''' R. Ἀλφ chercher à se procurer ; cf. <i>lat.</i> labor.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλφάνω''': [ᾰν], [[ὡσαύτως]] (ἀναφέρεται ἐν τῷ Ἐτυμ. Μ. 72. 39) ἀλφαίνω: ἀόρ. [[ἦλφον]], εὐκτ. ἄλφοιμι: ὁ Ὅμηρ. μεταχειρίζεται μὸνον τὸν ἀόρ. ἀλλ’ ὁ ἐνεστὼς ἀπαντᾷ ἐν Εὐρ. Μήδ. 298 ([[οὐδαμοῦ]] ἀλλαχοῦ παρὰ Τραγ.), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 308, Εὔπολ. ἐν «Ταξιάρχοις» 12, Μένανδρ. ἐν «Ὁμοπατρίοις» 3. Ἐπ. [[ῥῆμα]] (ἐν χρήσει παρὰ Πλουτ. 2. 668C) = [[φέρω]], [[εὑρίσκω]], κομίζομαι, κτῶμαι, ἵνα μοι βίοτον πολὺν ἄλφοι, Ὀδ. Ρ. 250· ὁ δ’ ὑμῖν μύριον ὦνον ἄλφοι, Ο. 452· πρβλ. Υ. 383· ἑκατόμβοιον δέ τοι [[ἦλφον]], Ἰλ. Φ. 79: - μεταφ., φθόνον ἀλφάνειν, ἐπισπᾶσθαι τὸν φθόνον, Εὐρ. ἔνθ’ ἄνωτ. (ἐκ τῆς √ΑΛΦ παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λέξ. [[ἀλφή]], [[ἀλφηστής]], [[ἀλφεσίβοιος]], κτλ.: πρβλ. Σανσκρ. rabh (desiderare, κτλ.,) sam-rabh (compotem esse)· Λατ. labor, κτλ. Γοτθ. arbaiths ([[κόπος]]), arbaidjan (κοπιᾶν)· Παλ. Ὑψ. Γερμ. arabeit (arbeit), κτλ.· [[ὥστε]] ἡ πρώτη [[ἔννοια]] φαίνεται νὰ [[εἶναι]] ἡ τοῦ κόπου, κτᾶσθαι διὰ τοῦ κόπου· πρβλ. [[ἀλφηστής]]).
|lstext='''ἀλφάνω''': [ᾰν], [[ὡσαύτως]] (ἀναφέρεται ἐν τῷ Ἐτυμ. Μ. 72. 39) ἀλφαίνω: ἀόρ. [[ἦλφον]], εὐκτ. ἄλφοιμι: ὁ Ὅμηρ. μεταχειρίζεται μὸνον τὸν ἀόρ. ἀλλ’ ὁ ἐνεστὼς ἀπαντᾷ ἐν Εὐρ. Μήδ. 298 ([[οὐδαμοῦ]] ἀλλαχοῦ παρὰ Τραγ.), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 308, Εὔπολ. ἐν «Ταξιάρχοις» 12, Μένανδρ. ἐν «Ὁμοπατρίοις» 3. Ἐπ. [[ῥῆμα]] (ἐν χρήσει παρὰ Πλουτ. 2. 668C) = [[φέρω]], [[εὑρίσκω]], κομίζομαι, κτῶμαι, ἵνα μοι βίοτον πολὺν ἄλφοι, Ὀδ. Ρ. 250· ὁ δ’ ὑμῖν μύριον ὦνον ἄλφοι, Ο. 452· πρβλ. Υ. 383· ἑκατόμβοιον δέ τοι [[ἦλφον]], Ἰλ. Φ. 79: - μεταφ., φθόνον ἀλφάνειν, ἐπισπᾶσθαι τὸν φθόνον, Εὐρ. ἔνθ’ ἄνωτ. (ἐκ τῆς √ΑΛΦ παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λέξ. [[ἀλφή]], [[ἀλφηστής]], [[ἀλφεσίβοιος]], κτλ.: πρβλ. Σανσκρ. rabh (desiderare, κτλ.,) sam-rabh (compotem esse)· Λατ. labor, κτλ. Γοτθ. arbaiths ([[κόπος]]), arbaidjan (κοπιᾶν)· Παλ. Ὑψ. Γερμ. arabeit (arbeit), κτλ.· [[ὥστε]] ἡ πρώτη [[ἔννοια]] φαίνεται νὰ [[εἶναι]] ἡ τοῦ κόπου, κτᾶσθαι διὰ τοῦ κόπου· πρβλ. [[ἀλφηστής]]).
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> [[ἦλφον]];<br />gagner, obtenir ; procurer : τινί [[τι]] qch à qqn ; φθόνον ἀλφάνειν EUR exciter l'envie.<br />'''Étymologie:''' R. Ἀλφ chercher à se procurer ; cf. <i>lat.</i> labor.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth