ἀνασείω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0207.png Seite 207]] auf-, in die Höhe schütteln, schwingen, αἰγίδα Hes. Sc. 344; [[ἀνασσείασκε]] H. h. Apoll. 403; [[ἱστία]], die Segel aufhissen, Philostr.; übertr., βοήν Ar. Ach. 328. Bei Alciphr. 3, 40 κόμην αὐχμηρὰν ἀνασείων von struppig aufgerichteten Haaren; vgl. Eur. Bacch. 240. 928; τὰς χεῖρας, die Arme emporheben, Thuc. 4, 38. – Durch Emporhalten und Schütteln drohen, φοινικίδας, von den Priestern, welche einen feierlichen Fluch aussprachen, Lys. 6, 51; εἰσαγγελίαν, mit einer Anklage drohen, Dem. 25, 47. Bei Sp. aufwiegeln, λαόν N. T.; [[πλῆθος]] D. Hal. 8, 81; D. Sic. 14, 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0207.png Seite 207]] auf-, in die Höhe schütteln, schwingen, αἰγίδα Hes. Sc. 344; [[ἀνασσείασκε]] H. h. Apoll. 403; [[ἱστία]], die Segel aufhissen, Philostr.; übertr., βοήν Ar. Ach. 328. Bei Alciphr. 3, 40 κόμην αὐχμηρὰν ἀνασείων von struppig aufgerichteten Haaren; vgl. Eur. Bacch. 240. 928; τὰς χεῖρας, die Arme emporheben, Thuc. 4, 38. – Durch Emporhalten und Schütteln drohen, φοινικίδας, von den Priestern, welche einen feierlichen Fluch aussprachen, Lys. 6, 51; εἰσαγγελίαν, mit einer Anklage drohen, Dem. 25, 47. Bei Sp. aufwiegeln, λαόν N. T.; [[πλῆθος]] D. Hal. 8, 81; D. Sic. 14, 10.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> ([[ἀνά]], en haut);<br /><b>1</b> agiter en haut : [[τὰς]] χεῖρας THC lever les mains et les agiter (pour faire signe) ; <i>p. anal.</i> βοήν AR pousser les hauts cris ; <i>fig.</i> εἰσαγγελίαν DÉM agiter devant qqn la menace d'un procès;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> soulever : τὸ [[πλῆθος]] DH la foule;<br /><b>II.</b> ([[ἀνά]], en arrière) agiter en arrière : κόμας EUR secouer sa chevelure en arrière;<br /><b>III.</b> ([[ἀνά]], à rebours) déployer (des voiles).<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[σείω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνασείω''': ποιητ. ἀνασσείω: Ἰων. παρατ. [[ἀνασσείασκε]] Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 403: (ἴδε [[σείω]]). Σείω πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], ἀνασείοντά τε κόμας Εὐρ. Βάκχ. 240: - [[ἀνασείω]] [[τῇδε]] κἀκεῖσε, [[πάλλω]], αἰγίδα Ἡσ. Ἀσπ. 344· ἀν. τὰς χεῖρας, κινῶ τὰς χεῖρας πρὸς τὰ ἄνω καὶ πρὸς τὰ [[κάτω]] ὡς [[σημεῖον]], Θουκ. 4. 38· ἀν. φοινικίδα Λυσ. 107. 40, πρβλ. φοινικὶς 4· - τὸ ἀν. βοὴν ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 347, φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] κωμικὴ [[φράσις]] ἀντὶ ἱστάναι βοήν, ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὰ προηγηθέντα ἐκσέσεισται καὶ [[σειστός]]. 2) [[ἐπισείω]], ἀπειλῶ, εἰσαγγελίαν Δημ. 784. 22, πρβλ. [[προσανασείω]]. 3) [[ἀνατινάσσω]], πλέομεν ἀνασείσαντες πάντα κάλων, τ. ἔ. ἀφοῦ ἀνεπετάσαμεν πᾶν [[ἱστίον]], Πολυδ. 1. 107· ἀν. τὰ ἱστία ὁ αὐτ. 103· πάσας τὰς ἡνίας [[αὐτόθι]] 214· τὴν χλαμύδα Φιλόστρ. 772. ΙΙ. ἀνακινῶ, ἀναταράττω, τὸ [[πλῆθος]] Διον. Ἁλ. 8. 81, Διόδ. 13. 91, Κ. Δ., ἴδε Wess. Διοδ. 1. 615.
|lstext='''ἀνασείω''': ποιητ. ἀνασσείω: Ἰων. παρατ. [[ἀνασσείασκε]] Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 403: (ἴδε [[σείω]]). Σείω πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], ἀνασείοντά τε κόμας Εὐρ. Βάκχ. 240: - [[ἀνασείω]] [[τῇδε]] κἀκεῖσε, [[πάλλω]], αἰγίδα Ἡσ. Ἀσπ. 344· ἀν. τὰς χεῖρας, κινῶ τὰς χεῖρας πρὸς τὰ ἄνω καὶ πρὸς τὰ [[κάτω]] ὡς [[σημεῖον]], Θουκ. 4. 38· ἀν. φοινικίδα Λυσ. 107. 40, πρβλ. φοινικὶς 4· - τὸ ἀν. βοὴν ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 347, φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] κωμικὴ [[φράσις]] ἀντὶ ἱστάναι βοήν, ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὰ προηγηθέντα ἐκσέσεισται καὶ [[σειστός]]. 2) [[ἐπισείω]], ἀπειλῶ, εἰσαγγελίαν Δημ. 784. 22, πρβλ. [[προσανασείω]]. 3) [[ἀνατινάσσω]], πλέομεν ἀνασείσαντες πάντα κάλων, τ. ἔ. ἀφοῦ ἀνεπετάσαμεν πᾶν [[ἱστίον]], Πολυδ. 1. 107· ἀν. τὰ ἱστία ὁ αὐτ. 103· πάσας τὰς ἡνίας [[αὐτόθι]] 214· τὴν χλαμύδα Φιλόστρ. 772. ΙΙ. ἀνακινῶ, ἀναταράττω, τὸ [[πλῆθος]] Διον. Ἁλ. 8. 81, Διόδ. 13. 91, Κ. Δ., ἴδε Wess. Διοδ. 1. 615.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> ([[ἀνά]], en haut);<br /><b>1</b> agiter en haut : [[τὰς]] χεῖρας THC lever les mains et les agiter (pour faire signe) ; <i>p. anal.</i> βοήν AR pousser les hauts cris ; <i>fig.</i> εἰσαγγελίαν DÉM agiter devant qqn la menace d'un procès;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> soulever : τὸ [[πλῆθος]] DH la foule;<br /><b>II.</b> ([[ἀνά]], en arrière) agiter en arrière : κόμας EUR secouer sa chevelure en arrière;<br /><b>III.</b> ([[ἀνά]], à rebours) déployer (des voiles).<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[σείω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR