ἀοίδιμος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0272.png Seite 272]] ον, besungen, VLL. ἀεἰμνηστος, [[διαβόητος]]; berühmt, H. h. Ap. 299; Pind. öfter, γᾶς ὄμφαλος P. 8, 62; Athen heißt so frg. 46, u. oft bei Sp.; [[κλέος]] Ep. ad. 582 (App. 271); [[ἀοίδιμος]] ἔργοις Schol. Aristot. 1, 20; Her. 2, 79. 185; Luc. Nigr. 8 ἀοίδιμοι Δελφοὶ γίγνονται, u. a. Sp.; D. Hal. 1, 4. 2, 66; – übel berüchtigt, Il. 6, 358.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0272.png Seite 272]] ον, besungen, VLL. ἀεἰμνηστος, [[διαβόητος]]; berühmt, H. h. Ap. 299; Pind. öfter, γᾶς ὄμφαλος P. 8, 62; Athen heißt so frg. 46, u. oft bei Sp.; [[κλέος]] Ep. ad. 582 (App. 271); [[ἀοίδιμος]] ἔργοις Schol. Aristot. 1, 20; Her. 2, 79. 185; Luc. Nigr. 8 ἀοίδιμοι Δελφοὶ γίγνονται, u. a. Sp.; D. Hal. 1, 4. 2, 66; – übel berüchtigt, Il. 6, 358.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> chanté <i>ou</i> digne d'être chanté;<br /><b>2</b> obtenu au moyen d'un chant;<br /><b>3</b> décrié.<br />'''Étymologie:''' [[ἀείδω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀοίδιμος''': -ον, ὁ ᾀδόμενος, οὗ τὸ [[ὄνομα]] ἀποτελεῖ [[θέμα]] ᾠδῆς, ὁ πεφημισμένος, Ἡρόδ. 2.79, 135, Πινδ. Π. 8. 85, κλ.: - ἀπό τοῦ Πινδ. (Ἀπόσπ. 46) καὶ ἑξῆς ἡ [[λέξις]] αὕτη χρησιμεύει ὡς ἕν ἐκ τῶν προσφιλεστάτων ἐπιθέτων τῶν Ἀθηνῶν, ὡς τὸ λιπαραί, Οὐϋττεμβ. Ἐπιστ. Κριτ. σ. 144· ἀοίδιμον [[πόμα]], θαυμάσιον ποτόν, Πινδ. Ν. 3. 136· [[ἀοίδιμος]] εὐνομίῃσιν, [[περίφημος]] ἐπὶ δικαιοσύνῃ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1080· ἀ. αἰὲν ὁρᾶσθαι Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1069: - μόνον [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμήρῳ, καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[διαβόητος]], ὡς καὶ [[ὀπίσω]] ἀνθρώποισι πελώμεθ’ ἀοίδιμοι Ἰλ. Ζ. 358.
|lstext='''ἀοίδιμος''': -ον, ὁ ᾀδόμενος, οὗ τὸ [[ὄνομα]] ἀποτελεῖ [[θέμα]] ᾠδῆς, ὁ πεφημισμένος, Ἡρόδ. 2.79, 135, Πινδ. Π. 8. 85, κλ.: - ἀπό τοῦ Πινδ. (Ἀπόσπ. 46) καὶ ἑξῆς ἡ [[λέξις]] αὕτη χρησιμεύει ὡς ἕν ἐκ τῶν προσφιλεστάτων ἐπιθέτων τῶν Ἀθηνῶν, ὡς τὸ λιπαραί, Οὐϋττεμβ. Ἐπιστ. Κριτ. σ. 144· ἀοίδιμον [[πόμα]], θαυμάσιον ποτόν, Πινδ. Ν. 3. 136· [[ἀοίδιμος]] εὐνομίῃσιν, [[περίφημος]] ἐπὶ δικαιοσύνῃ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1080· ἀ. αἰὲν ὁρᾶσθαι Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1069: - μόνον [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμήρῳ, καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[διαβόητος]], ὡς καὶ [[ὀπίσω]] ἀνθρώποισι πελώμεθ’ ἀοίδιμοι Ἰλ. Ζ. 358.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> chanté <i>ou</i> digne d'être chanté;<br /><b>2</b> obtenu au moyen d'un chant;<br /><b>3</b> décrié.<br />'''Étymologie:''' [[ἀείδω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth