3,273,735
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0316.png Seite 316]] = [[ἀπονήχομαι]]. (s. [[νέω]]), abhäufen, entlasten, Eur. Ion. 875 στέρνων ἀπονησαμένη (B. A. erkl. ἀποθεμένη), die Brust von der Bürde entladen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0316.png Seite 316]] = [[ἀπονήχομαι]]. (s. [[νέω]]), abhäufen, entlasten, Eur. Ion. 875 στέρνων ἀπονησαμένη (B. A. erkl. ἀποθεμένη), die Brust von der Bürde entladen. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>-ῶ :<br />ôter un poids de;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἀπονέομαι]] se décharger.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[νέω]]⁴. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπονέω''': ([[ἄπονος]]) εἶμαι [[ἄνευ]] πόνου, ὀδύνης, [[ὑγιαίνω]], Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἀωδυνεῖν.<br />μέλλ. -νήσω «ξεφορτώνω»: ― Μέσ. [[ἀπορρίπτω]] βάρος ἀπ’ ἐμοῦ, στέρνων ἀπονησαμένη, «ἀποσωρεύσασα ἢ ἀποθεμένη» Α. Β. 432, 29, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξει, Εὐρ. Ἴων 875 «ἀπενῄσω, ἀπέβαλες», Α. Β. 421, 16· ἀπὸ δ' εἵματα... νηήσαντο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 364. | |lstext='''ἀπονέω''': ([[ἄπονος]]) εἶμαι [[ἄνευ]] πόνου, ὀδύνης, [[ὑγιαίνω]], Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἀωδυνεῖν.<br />μέλλ. -νήσω «ξεφορτώνω»: ― Μέσ. [[ἀπορρίπτω]] βάρος ἀπ’ ἐμοῦ, στέρνων ἀπονησαμένη, «ἀποσωρεύσασα ἢ ἀποθεμένη» Α. Β. 432, 29, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξει, Εὐρ. Ἴων 875 «ἀπενῄσω, ἀπέβαλες», Α. Β. 421, 16· ἀπὸ δ' εἵματα... νηήσαντο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 364. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |