3,258,334
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0374.png Seite 374]] nicht mit Eifer betrieben, was des Eifers nicht werth ist, schlecht, ἀσπούδαστα σπεύδειν Eur. I. T. 202 u. A.; τὸ ἀσπ. περὶ τὴν [[ἀρχήν]], das Nichtbewerben, D. Hal. 5, 72. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0374.png Seite 374]] nicht mit Eifer betrieben, was des Eifers nicht werth ist, schlecht, ἀσπούδαστα σπεύδειν Eur. I. T. 202 u. A.; τὸ ἀσπ. περὶ τὴν [[ἀρχήν]], das Nichtbewerben, D. Hal. 5, 72. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />non digne d'empressement, méprisable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[σπουδάζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσπούδαστος''': -ον, ὁ μὴ μετὰ ζήλου καὶ σπουδῆς ζητούμενος, γάμους δ’ ὅσοι σπεύδουσι μὴ πεπρωμένους, [[μάτην]] πονοῦσιν· ἡ δὲ τὸ χρεὼν πόσει μένουσα, κἀσπούδαστος ἦλθεν εἰς δόμους ἐκ τῆς Εὐρ. Μελανίππης παρὰ Στοβ. 425, 22 (Εὐρ. Ἀποσπ. 503). 2) ὃν δὲν πρέπει τις νὰ ζητῇ, [[ἐπιβλαβής]], σὲ τὸν πρόθυμον ὄνθ’ ἃ μὴ χρεὼν ὁρᾶν σπεύδοντα τ’ ἀσπούδαστα, Πενθέα [[λέγω]] Εὐρ. Βάκχ. 713, Ι. Τ. 202· [[ἀνάξιος]] σπουδῇς. ὅσῃ σπουδῇ περὶ ἀσπούδαστα φιλοτιμούμενοι πάντες ἄνθρωποι τὸν βίον ἀναλίσκουσιν Ἱπποκρ. Ἐπιστ. 128, 39. ― Ἐπίρρ. ἀσπουδάστως Αἰλ. π. Ζ. 10. 30. ΙΙ. ἐνεργ., τὸ ἀσπούδαστον [[αὐτοῦ]] (τοῦ Λαρκίου) περὶ τὴν ἀρχὴν πονηρὸν [[εἶναι]] τῷ κοινῷ λέγοντες, ἡ [[ἀδιαφορία]], τὸ ἀπρόθυμον [[αὐτοῦ]] εἰς τὸ νὰ δεχθῇ τὸ προσφερόμενον [[ἀξίωμα]], Διον. Ἁλ. βιβλ. 5. 72. | |lstext='''ἀσπούδαστος''': -ον, ὁ μὴ μετὰ ζήλου καὶ σπουδῆς ζητούμενος, γάμους δ’ ὅσοι σπεύδουσι μὴ πεπρωμένους, [[μάτην]] πονοῦσιν· ἡ δὲ τὸ χρεὼν πόσει μένουσα, κἀσπούδαστος ἦλθεν εἰς δόμους ἐκ τῆς Εὐρ. Μελανίππης παρὰ Στοβ. 425, 22 (Εὐρ. Ἀποσπ. 503). 2) ὃν δὲν πρέπει τις νὰ ζητῇ, [[ἐπιβλαβής]], σὲ τὸν πρόθυμον ὄνθ’ ἃ μὴ χρεὼν ὁρᾶν σπεύδοντα τ’ ἀσπούδαστα, Πενθέα [[λέγω]] Εὐρ. Βάκχ. 713, Ι. Τ. 202· [[ἀνάξιος]] σπουδῇς. ὅσῃ σπουδῇ περὶ ἀσπούδαστα φιλοτιμούμενοι πάντες ἄνθρωποι τὸν βίον ἀναλίσκουσιν Ἱπποκρ. Ἐπιστ. 128, 39. ― Ἐπίρρ. ἀσπουδάστως Αἰλ. π. Ζ. 10. 30. ΙΙ. ἐνεργ., τὸ ἀσπούδαστον [[αὐτοῦ]] (τοῦ Λαρκίου) περὶ τὴν ἀρχὴν πονηρὸν [[εἶναι]] τῷ κοινῷ λέγοντες, ἡ [[ἀδιαφορία]], τὸ ἀπρόθυμον [[αὐτοῦ]] εἰς τὸ νὰ δεχθῇ τὸ προσφερόμενον [[ἀξίωμα]], Διον. Ἁλ. βιβλ. 5. 72. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |