3,273,006
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0843.png Seite 843]] dep. pass., 1) beherzigen, überlegen, erwägen; Hippocr.; καὶ αὐτοὶ κρίνομέν γε ἢ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα Thuc. 2, 40; τινός, Xen. Hem. 1, 1, 17. 2, 1, 34; καὶ σκοπεῖν, ἥντινα φύσιν ἔχει Plat. Gorg. 499 b; [[οἶμαι]] καὶ αὐτὸν σὲ τοῦτο ἐντεθυμῆσθαι, ὅτι Phaed. 86 b; Crat. 404 a ist ἐντεθυμημένον pass., aber l. d.; mit dem partic., οὐκ ἐντεθύμηται ἐπαιρόμενος, er hat nicht bedacht, daß er sich aufreizen läßt, Thuc. 1, 120; οἵων τιμῶν ἀποστέροιτο Xen. Hell. 4, 2, 2; ὅσον πλοῦν ἀπεστέλλοντο Thuc. 6, 30; mit folgdm μή, ich besorge, Plat. Hipp. mai. 300 d; ἐνθυμοῦ μή τι παραλείπωμεν, sieh zu, daß wir nicht, Euthyd. 279 c; – ersinnen, Andoc. 1, 20; – sich Etwas zu Gemüthe ziehen, zu Herzen nehmen, es übel aufnehmen, Aesch. Eum. 213; – [[περί]] τινος, über Etwas nachdenken, z. B. περὶ ἑκάστης (πράξεως) τὰ προσήκοντα Isocr. 4, 9. – 2) in Leidenschaft, in aufgeregter Gemüthsstimmung sein; Hippocr. – Das act. ἐνθυμέω hat Aen. Tact. 37; bei Cratin. iun. Ath. XIV, 661 d ändert Dindorf ἐνθύμει δέ in ἐνθυμοῦ, Mein. besser in ἐνθυμεῖσθε. – Pass. sagt App. B. C. 1, 133 κρατεῖν τῶν ἐνθυμουμένων, seine Absicht erreichen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0843.png Seite 843]] dep. pass., 1) beherzigen, überlegen, erwägen; Hippocr.; καὶ αὐτοὶ κρίνομέν γε ἢ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα Thuc. 2, 40; τινός, Xen. Hem. 1, 1, 17. 2, 1, 34; καὶ σκοπεῖν, ἥντινα φύσιν ἔχει Plat. Gorg. 499 b; [[οἶμαι]] καὶ αὐτὸν σὲ τοῦτο ἐντεθυμῆσθαι, ὅτι Phaed. 86 b; Crat. 404 a ist ἐντεθυμημένον pass., aber l. d.; mit dem partic., οὐκ ἐντεθύμηται ἐπαιρόμενος, er hat nicht bedacht, daß er sich aufreizen läßt, Thuc. 1, 120; οἵων τιμῶν ἀποστέροιτο Xen. Hell. 4, 2, 2; ὅσον πλοῦν ἀπεστέλλοντο Thuc. 6, 30; mit folgdm μή, ich besorge, Plat. Hipp. mai. 300 d; ἐνθυμοῦ μή τι παραλείπωμεν, sieh zu, daß wir nicht, Euthyd. 279 c; – ersinnen, Andoc. 1, 20; – sich Etwas zu Gemüthe ziehen, zu Herzen nehmen, es übel aufnehmen, Aesch. Eum. 213; – [[περί]] τινος, über Etwas nachdenken, z. B. περὶ ἑκάστης (πράξεως) τὰ προσήκοντα Isocr. 4, 9. – 2) in Leidenschaft, in aufgeregter Gemüthsstimmung sein; Hippocr. – Das act. ἐνθυμέω hat Aen. Tact. 37; bei Cratin. iun. Ath. XIV, 661 d ändert Dindorf ἐνθύμει δέ in ἐνθυμοῦ, Mein. besser in ἐνθυμεῖσθε. – Pass. sagt App. B. C. 1, 133 κρατεῖν τῶν ἐνθυμουμένων, seine Absicht erreichen. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-οῦμαι;<br /><i>impf.</i> ἐνεθυμούμην, <i>f.</i> ἐνθυμήσομαι, <i>ao.</i> ἐνεθυμήθην, <i>pf.</i> ἐντεθύμημαι, <i>pqp.</i> ἐνετεθυμήμην;<br /><i>postér.</i> [[ἐνθυμέω]];<br /><b>1</b> se mettre dans l'esprit ; réfléchir, penser : [[οὐκ]] ἐντεθύμηται ἐπαιρόμενος THC il n’a pas songé qu’il se laissait emporter (par son ardeur);<br /><b>2</b> <i>abs.</i> réfléchir, combiner un plan : [[κράτιστος]] ἐνθυμηθῆναι THC très habile à former un plan.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[θυμός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνθῡμέομαι''': μέλλ. -ήσομαι, Λυσ. 124. 21, μεταγεν. ἐνθυμηθήσομαι, Φιλόστρ. 614. Ἀριστείδ., κλ.: ἀόρ. ἐνεθυμήθην Ἀριστοφ. Βάτρ. 40, Θουκ. 2. 62, Ξεν., κλ.: πρκμ. ἐντεθύμημαι Θουκ. 1. 120: ὑπερσ. ἐνετεθύμητο Λυσ. 126. 29· ἴδε κατωτ. ΙΙ. Βάλλω τι εἰς τὴν καρδίαν μου, [[ἐξετάζω]], [[κρίνω]] αὐτὸ [[καλῶς]], Αἰσχύλ. Εὐμεν. 222, Θουκ. 2. 40., 5. 32, κτλ.· ἄξιον ἐνθυμηθῆναι Ἀντιφῶν 143. 37· πρὸς ἐμαυτὸν Ἀνδοκ. 7. 40· ἐνθυμεῖσθαι καὶ λογίζεσθαι [[συχνάκις]] συνδυάζονται παρὰ Δημ., π.χ. 15. 7. β) μετὰ γεν., ἔχω τι διαρκῶς ἐν τῇ μνήμῃ μου, [[σκέπτομαι]], συλλογίζομαι πολὺ [[περί]] τινος, τοῦ μὲν θανόντος οὐκ ἂν ἐνθυμοίμεθα, εἴ τι φρονοῖμεν πλεῖον ἡμέρης μιῆς Σιμωνίδ. Ἰαμβ. 2· ὁ [[Ζεύς|Ζεὺς]] τούτων οὐδὲν ἐνθυμούμενος Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 4· ὧν ἐνθυμηθέντες Θουκ. 1. 42· πρβλ. Πλάτ. Μενέξ. 249C, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1. 17· οὕτω, [[περί]] τινος Πλάτ. Πολ. 595Α. γ) ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως ὡς διὰ τοῦ ὅτι..., [[σκέπτομαι]] ὅτι, τί δὲ τοῦτ’ ἐγέλασας ἐτεόν; ἐνθυμούμενος ὅτι [[παιδάριον]] εἶ καὶ φρονεῖς ἀρχαϊκὰ Ἀριστοφ. Νεφ. 820· ἐνθυμοῦμαι ὡς καὶ νῦν, ἐνθυμούμεθα δὲ ὅτι, φήσαντες κτλ. Θουκ. 5. 111, κλ.· διὰ τοῦ ὡς..., παρατηρῶ, οὐκ ἐνεθυμήθης; τὸ τί; ὡς [[σφόδρα]] μ’ ἔδεισε Ἀριστοφ. Βάτρ. 40, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 3, κτλ.· διὰ τοῦ εἰ..., Ἰσοκρ. 332C· ἐνθ. μή.., Λατ. videre ne... cavere ne... Πλάτ. Εὐθύδ. 279C, Ἱππ. Μείζ. 300D. δ) μετὰ μετοχ., οὐκ ἐντεθύμηται θράσει ἀπίστῳ ἐπαιρόμενος, δὲν συλλογίζεται ὅτι ἐπαίρεται στηριζόμενος εἰς τὰς ἀδήλους ἐκβάσεις τῆς τύχης, Θουκ. 1. 120, πρβλ. 6. 78, Ξεν. Ἑλλην. 4. 4. 19. 2) θυμοῦμαι [[ἐντός]], «θυμώνω μέσα μου», ὀργίζομαι, τὰ μὲν γὰρ [[οἶδα]] [[κάρτα]] σ’ ἐνθυμουμένην Αἰσχύλ. Εὐμ. 222, πρβλ. Θουκ. 7. 18· εἰ μηδεὶς ὑμῶν μήτ’ ἐνθυμεῖται μήτ’ ὀργίζεται Δημ. 52. 17· - ἀπολ., «παίρνω τι κατάκαρδα», τὸ πρῶτον οὐκ ἐνθυμοῦνται, ἀλλ’ ἡσυχίαν ἔχουσιν Ἱππ. 293. 26· πρβλ. [[ἐνθυμίζομαι]], [[ἐνθύμιος]]. 3) εἶμαι ὀξὺς εἰς τὸ διανοηθῆναι τί πρέπει νὰ γείνῃ, [[κράτιστος]] ἐνθυμηθῆναι Θουκ. 8. 68, πρβλ. 2. 60, ἴδε καὶ Ἀντιφῶντα 130. 4. 4) [[ἐξάγω]] συμπεράσματα, [[συμπεραίνω]], τί οὖν ἐκ τούτων... ἐνθυμεῖσθαι δεῖ; Δημ. 532. 2· πρβλ. [[ἐνθύμημα]]. ΙΙ. ὁ ἐνεργ. [[τύπος]] ἐνθυμέω ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Τακτ. Ἀνείου 37· καὶ [[ἐνθυμέομαι]] ἐπὶ παθ. σημ., εἶμαι ἐν τῇ διανοίᾳ τινός, εἶμαι ἐπιθυμητός, ἐν Ἀππ. Ἐμφ. 5. 133· οὕτω καὶ ἐν τῷ πρκμ., ταὐτί μὲν ἐντεθύμηται [[καλῶς]] Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 262· εὖ ἐντεθυμημένον Πλάτ. Κρατ. 404Α (ἐκτὸς ἂν ἀναγνώσωμεν φιλοσόφου... καὶ εὖ ἐντεθυμημένου). | |lstext='''ἐνθῡμέομαι''': μέλλ. -ήσομαι, Λυσ. 124. 21, μεταγεν. ἐνθυμηθήσομαι, Φιλόστρ. 614. Ἀριστείδ., κλ.: ἀόρ. ἐνεθυμήθην Ἀριστοφ. Βάτρ. 40, Θουκ. 2. 62, Ξεν., κλ.: πρκμ. ἐντεθύμημαι Θουκ. 1. 120: ὑπερσ. ἐνετεθύμητο Λυσ. 126. 29· ἴδε κατωτ. ΙΙ. Βάλλω τι εἰς τὴν καρδίαν μου, [[ἐξετάζω]], [[κρίνω]] αὐτὸ [[καλῶς]], Αἰσχύλ. Εὐμεν. 222, Θουκ. 2. 40., 5. 32, κτλ.· ἄξιον ἐνθυμηθῆναι Ἀντιφῶν 143. 37· πρὸς ἐμαυτὸν Ἀνδοκ. 7. 40· ἐνθυμεῖσθαι καὶ λογίζεσθαι [[συχνάκις]] συνδυάζονται παρὰ Δημ., π.χ. 15. 7. β) μετὰ γεν., ἔχω τι διαρκῶς ἐν τῇ μνήμῃ μου, [[σκέπτομαι]], συλλογίζομαι πολὺ [[περί]] τινος, τοῦ μὲν θανόντος οὐκ ἂν ἐνθυμοίμεθα, εἴ τι φρονοῖμεν πλεῖον ἡμέρης μιῆς Σιμωνίδ. Ἰαμβ. 2· ὁ [[Ζεύς|Ζεὺς]] τούτων οὐδὲν ἐνθυμούμενος Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 4· ὧν ἐνθυμηθέντες Θουκ. 1. 42· πρβλ. Πλάτ. Μενέξ. 249C, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1. 17· οὕτω, [[περί]] τινος Πλάτ. Πολ. 595Α. γ) ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως ὡς διὰ τοῦ ὅτι..., [[σκέπτομαι]] ὅτι, τί δὲ τοῦτ’ ἐγέλασας ἐτεόν; ἐνθυμούμενος ὅτι [[παιδάριον]] εἶ καὶ φρονεῖς ἀρχαϊκὰ Ἀριστοφ. Νεφ. 820· ἐνθυμοῦμαι ὡς καὶ νῦν, ἐνθυμούμεθα δὲ ὅτι, φήσαντες κτλ. Θουκ. 5. 111, κλ.· διὰ τοῦ ὡς..., παρατηρῶ, οὐκ ἐνεθυμήθης; τὸ τί; ὡς [[σφόδρα]] μ’ ἔδεισε Ἀριστοφ. Βάτρ. 40, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 3, κτλ.· διὰ τοῦ εἰ..., Ἰσοκρ. 332C· ἐνθ. μή.., Λατ. videre ne... cavere ne... Πλάτ. Εὐθύδ. 279C, Ἱππ. Μείζ. 300D. δ) μετὰ μετοχ., οὐκ ἐντεθύμηται θράσει ἀπίστῳ ἐπαιρόμενος, δὲν συλλογίζεται ὅτι ἐπαίρεται στηριζόμενος εἰς τὰς ἀδήλους ἐκβάσεις τῆς τύχης, Θουκ. 1. 120, πρβλ. 6. 78, Ξεν. Ἑλλην. 4. 4. 19. 2) θυμοῦμαι [[ἐντός]], «θυμώνω μέσα μου», ὀργίζομαι, τὰ μὲν γὰρ [[οἶδα]] [[κάρτα]] σ’ ἐνθυμουμένην Αἰσχύλ. Εὐμ. 222, πρβλ. Θουκ. 7. 18· εἰ μηδεὶς ὑμῶν μήτ’ ἐνθυμεῖται μήτ’ ὀργίζεται Δημ. 52. 17· - ἀπολ., «παίρνω τι κατάκαρδα», τὸ πρῶτον οὐκ ἐνθυμοῦνται, ἀλλ’ ἡσυχίαν ἔχουσιν Ἱππ. 293. 26· πρβλ. [[ἐνθυμίζομαι]], [[ἐνθύμιος]]. 3) εἶμαι ὀξὺς εἰς τὸ διανοηθῆναι τί πρέπει νὰ γείνῃ, [[κράτιστος]] ἐνθυμηθῆναι Θουκ. 8. 68, πρβλ. 2. 60, ἴδε καὶ Ἀντιφῶντα 130. 4. 4) [[ἐξάγω]] συμπεράσματα, [[συμπεραίνω]], τί οὖν ἐκ τούτων... ἐνθυμεῖσθαι δεῖ; Δημ. 532. 2· πρβλ. [[ἐνθύμημα]]. ΙΙ. ὁ ἐνεργ. [[τύπος]] ἐνθυμέω ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Τακτ. Ἀνείου 37· καὶ [[ἐνθυμέομαι]] ἐπὶ παθ. σημ., εἶμαι ἐν τῇ διανοίᾳ τινός, εἶμαι ἐπιθυμητός, ἐν Ἀππ. Ἐμφ. 5. 133· οὕτω καὶ ἐν τῷ πρκμ., ταὐτί μὲν ἐντεθύμηται [[καλῶς]] Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 262· εὖ ἐντεθυμημένον Πλάτ. Κρατ. 404Α (ἐκτὸς ἂν ἀναγνώσωμεν φιλοσόφου... καὶ εὖ ἐντεθυμημένου). | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |